Η Ελληνική Γαστρονομία κατακτά όλο και περισσότερο τη θέση που της αξίζει στο παγκόσμιο στερέωμα. Υπάρχει τεράστιος πλούτος γεύσεων και υλικών από την μια άκρη της χώρας μας ως την άλλη .
Με τον όρο Γαστρονομία , αναφερόμαστε βέβαια στην τέχνη της απόλαυσης της τροφής ,στους τρόπους με τους οποίους αυτή παρασκευάζεται , αλλά και στην τεχνική με την οποία σερβίρεται. Πολλά έχουν γραφτεί για την σύνδεση του πολιτισμού , της κουλτούρας κάθε λαού με την γαστρονομική του ταυτότητα . Αυτή δημιουργείται μέσα στα χρόνια ,επηρεασμένη από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μιας περιοχής , το κλίμα και κατά
συνέπεια τις δυνατότητες καλλιέργειας και παραγωγής πρώτης ύλης , καθώς και από τις επιρροές που έχει δεχτεί από τους κατά καιρούς κατακτητές λαούς που άφησαν το στίγμα τους.
Από την εποχή του Αρχέστρατου, του πρώτου σεφ, όπως θα τον ορίζαμε στις μέρες μας, ο οποίος είχε εισαγάγει τη χρήση πρώτων υλών ανά εποχή , στην αρχαία ελληνική κουζίνα ,μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πάρα πολύ μεγάλες αλλαγές και επιρροές στη διατροφή μας αλλά και στην αντίληψη που έχουμε για αυτήν. Σαφέστατα βιώνουμε την πραγματικότητα του food marketing , το οποίο καθορίζει παγκοσμίως τις τάσεις σε είδη τροφών , και τρόπους παρασκευής. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα , έχει τονιστεί η
ανάγκη- τάση , της ανάπτυξης της εθνικής ανά χώρα γαστρονομίας . Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο , οικονομικά περιβάλον , η τακτική αυτή έρχεται να δώσει το «προσωπικό στίγμα» της εκάστοτε χώρας , ή και περιοχής . Είναι μια τάση που έχει βοηθήσει να προωθηθεί και η δική μας γαστρονομία στο εξωτερικό .
Ένας τομέας που βοηθάει πολύ σε αυτή την προσέγγιση είναι αυτός του τουρισμού. Άλλωστε είναι γνωστή η τάση του γαστρονομικού τουρισμού , μέσω της οποίας ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να γευτεί τις νοστιμιές του τόπου αλλά και να γνωρίσει τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα. Σε ότι αφορά στη χώρα μας , η Κρήτη πρωτοστατεί δυναμικά στο χώρο , και έχει οριστεί παγκοσμίως ως ο νούμερο ένα γαστρονομικός προορισμός της Ελλάδας. Τα κρητικά παραδοσιακά προϊόντα είναι παγκοσμίως γνωστά . Η
κρητική γη, μεταξύ άλλων προϊόντων , δίνει μοναδικά είδη , και σε μεγάλη ποικιλία και αριθμό , σε αρωματικά φυτά και βότανα .
Διαχρονικά , μεγάλες ξενοδοχειακές εταιρίες στην Κρήτη , από τα τέλη του 1990, καθιέρωσαν το κρητικό πρωινό στη συνείδηση του τουρίστα , δημιουργώντας ειδική θέση στον μπουφέ παράθεσης των πρωινών γευμάτων .
Αυτή η τακτική σε συνδυασμό με τα παραδοσιακά κεράσματα σε συνθήκες υποδοχής πελατών , έτσι όπως γίνεται παραδοσιακά στα χωριά του νησιού όταν υπάρχει φιλοξενούμενος , αποτέλεσαν την βάση για την προώθηση της γαστρονομικής παράδοσης του τόπου .
Η Κρητική Κουζίνα , έχει ακόμη να δώσει πολλά στην τουριστική πραγματικότητα . Οι επισκέπτες – ταξιδιώτες , είναι πλέον έμπειροι , και εκτιμούν τις αγνές , καθαρές γεύσεις , μέσα από μια παράθεση απλή .
Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Αρκετές χώρες έχουν εδώ και χρόνια αναπτύξει μεθόδους ανάπτυξης γαστρονομικής εμπειρίας , προωθώντας την
γευστική τους παράδοση . Η Γαλλία έχει να δώσει αρκετά τέτοια παραδείγματα , όπως η πρακτική ξενοδοχειακής εταιρίας που διαχειρίζεται μικρά ξενοδοχεία , η οποία έχει εισαγάγει στις προδιαγραφές της την προσφορά τοπικής κουζίνας και προϊόντων της περιοχής . Έτσι στον κατάλογο του εστιατορίου κάθε ξενοδοχείου μέλους της εταιρίας , θα
πρέπει να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα μενού από τρία πιάτα σε προσιτή τιμή , μέσα από τα οποία θα αντανακλάται η τοπική γαστρονομική παράδοση . Με τον τρόπο αυτό οι επισκέπτες του εν λόγω ξενοδοχειακού δικτύου γνωρίζουν τις τοπικές ανά περιοχή της Γαλλίας , γεύσεις .
Η αναζήτηση της γεύσης , μπορεί να αποτελέσει κίνητρο ταξιδιού , και για τον λόγο αυτό ο γαστρονομικός τουρισμός είναι από τα πρώτα είδη εναλλακτικής μορφής που δημιουργούν πολλαπλασιαστικά έσοδα για έναν προορισμό. Η σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα είναι άμεση . Η ποιότητα του φαγητού , στον προορισμό , είναι ικανή να χαρακτηρίσει όλη την
ταξιδιωτική εμπειρία σε καλή ή κακή , ανάλογα . Ο λόγος είναι ο χαρακτηρισμός της εμπειρίας , ο οποίος θα προκύψει από την ανταπόκριση των αισθήσεων .
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή την μορφή εναλλακτικού τουρισμού επιδιώκουν να βιώσουν άνθρωποι υψηλής εισοδηματικής στάθμης οι οποίοι έχουν κορεστεί από το μοντέλο ήλιος –θάλασσα , και επιδιώκουν να διανθίσουν την ταξιδιωτική τους εμπειρία με γεύσεις , και καλύτερη γνώση του πολιτισμού και της ιστορίας ενός προορισμού. Και η γαστρονομία , μεταξύ άλλων είναι στοιχείο πολιτισμού , και χρησιμοποιώντας έναν πιο
σύγχρονο όρο , μπορούμε να πούμε ότι ασκεί με έναν τρόπο διπλωματία , μιας και έχει την δυναμική και την βαρύτητα να δημιουργήσει επιρροές .
Η Γαστρονομία αποτελεί μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης για έναν προορισμό , αλλά με την προϋπόθεση σχεδιασμού και τακτικής marketing , για να υπάρχει αποτέλεσμα
Με τον όρο Γαστρονομία , αναφερόμαστε βέβαια στην τέχνη της απόλαυσης της τροφής ,στους τρόπους με τους οποίους αυτή παρασκευάζεται , αλλά και στην τεχνική με την οποία σερβίρεται. Πολλά έχουν γραφτεί για την σύνδεση του πολιτισμού , της κουλτούρας κάθε λαού με την γαστρονομική του ταυτότητα . Αυτή δημιουργείται μέσα στα χρόνια ,επηρεασμένη από τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες μιας περιοχής , το κλίμα και κατά
συνέπεια τις δυνατότητες καλλιέργειας και παραγωγής πρώτης ύλης , καθώς και από τις επιρροές που έχει δεχτεί από τους κατά καιρούς κατακτητές λαούς που άφησαν το στίγμα τους.
Από την εποχή του Αρχέστρατου, του πρώτου σεφ, όπως θα τον ορίζαμε στις μέρες μας, ο οποίος είχε εισαγάγει τη χρήση πρώτων υλών ανά εποχή , στην αρχαία ελληνική κουζίνα ,μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πάρα πολύ μεγάλες αλλαγές και επιρροές στη διατροφή μας αλλά και στην αντίληψη που έχουμε για αυτήν. Σαφέστατα βιώνουμε την πραγματικότητα του food marketing , το οποίο καθορίζει παγκοσμίως τις τάσεις σε είδη τροφών , και τρόπους παρασκευής. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα , έχει τονιστεί η
ανάγκη- τάση , της ανάπτυξης της εθνικής ανά χώρα γαστρονομίας . Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο , οικονομικά περιβάλον , η τακτική αυτή έρχεται να δώσει το «προσωπικό στίγμα» της εκάστοτε χώρας , ή και περιοχής . Είναι μια τάση που έχει βοηθήσει να προωθηθεί και η δική μας γαστρονομία στο εξωτερικό .
Ένας τομέας που βοηθάει πολύ σε αυτή την προσέγγιση είναι αυτός του τουρισμού. Άλλωστε είναι γνωστή η τάση του γαστρονομικού τουρισμού , μέσω της οποίας ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να γευτεί τις νοστιμιές του τόπου αλλά και να γνωρίσει τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα. Σε ότι αφορά στη χώρα μας , η Κρήτη πρωτοστατεί δυναμικά στο χώρο , και έχει οριστεί παγκοσμίως ως ο νούμερο ένα γαστρονομικός προορισμός της Ελλάδας. Τα κρητικά παραδοσιακά προϊόντα είναι παγκοσμίως γνωστά . Η
κρητική γη, μεταξύ άλλων προϊόντων , δίνει μοναδικά είδη , και σε μεγάλη ποικιλία και αριθμό , σε αρωματικά φυτά και βότανα .
Διαχρονικά , μεγάλες ξενοδοχειακές εταιρίες στην Κρήτη , από τα τέλη του 1990, καθιέρωσαν το κρητικό πρωινό στη συνείδηση του τουρίστα , δημιουργώντας ειδική θέση στον μπουφέ παράθεσης των πρωινών γευμάτων .
Αυτή η τακτική σε συνδυασμό με τα παραδοσιακά κεράσματα σε συνθήκες υποδοχής πελατών , έτσι όπως γίνεται παραδοσιακά στα χωριά του νησιού όταν υπάρχει φιλοξενούμενος , αποτέλεσαν την βάση για την προώθηση της γαστρονομικής παράδοσης του τόπου .
Η Κρητική Κουζίνα , έχει ακόμη να δώσει πολλά στην τουριστική πραγματικότητα . Οι επισκέπτες – ταξιδιώτες , είναι πλέον έμπειροι , και εκτιμούν τις αγνές , καθαρές γεύσεις , μέσα από μια παράθεση απλή .
Το ζητούμενο είναι η ποιότητα. Αρκετές χώρες έχουν εδώ και χρόνια αναπτύξει μεθόδους ανάπτυξης γαστρονομικής εμπειρίας , προωθώντας την
γευστική τους παράδοση . Η Γαλλία έχει να δώσει αρκετά τέτοια παραδείγματα , όπως η πρακτική ξενοδοχειακής εταιρίας που διαχειρίζεται μικρά ξενοδοχεία , η οποία έχει εισαγάγει στις προδιαγραφές της την προσφορά τοπικής κουζίνας και προϊόντων της περιοχής . Έτσι στον κατάλογο του εστιατορίου κάθε ξενοδοχείου μέλους της εταιρίας , θα
πρέπει να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένα μενού από τρία πιάτα σε προσιτή τιμή , μέσα από τα οποία θα αντανακλάται η τοπική γαστρονομική παράδοση . Με τον τρόπο αυτό οι επισκέπτες του εν λόγω ξενοδοχειακού δικτύου γνωρίζουν τις τοπικές ανά περιοχή της Γαλλίας , γεύσεις .
Η αναζήτηση της γεύσης , μπορεί να αποτελέσει κίνητρο ταξιδιού , και για τον λόγο αυτό ο γαστρονομικός τουρισμός είναι από τα πρώτα είδη εναλλακτικής μορφής που δημιουργούν πολλαπλασιαστικά έσοδα για έναν προορισμό. Η σύνδεση με τον πρωτογενή τομέα είναι άμεση . Η ποιότητα του φαγητού , στον προορισμό , είναι ικανή να χαρακτηρίσει όλη την
ταξιδιωτική εμπειρία σε καλή ή κακή , ανάλογα . Ο λόγος είναι ο χαρακτηρισμός της εμπειρίας , ο οποίος θα προκύψει από την ανταπόκριση των αισθήσεων .
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτή την μορφή εναλλακτικού τουρισμού επιδιώκουν να βιώσουν άνθρωποι υψηλής εισοδηματικής στάθμης οι οποίοι έχουν κορεστεί από το μοντέλο ήλιος –θάλασσα , και επιδιώκουν να διανθίσουν την ταξιδιωτική τους εμπειρία με γεύσεις , και καλύτερη γνώση του πολιτισμού και της ιστορίας ενός προορισμού. Και η γαστρονομία , μεταξύ άλλων είναι στοιχείο πολιτισμού , και χρησιμοποιώντας έναν πιο
σύγχρονο όρο , μπορούμε να πούμε ότι ασκεί με έναν τρόπο διπλωματία , μιας και έχει την δυναμική και την βαρύτητα να δημιουργήσει επιρροές .
Η Γαστρονομία αποτελεί μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης για έναν προορισμό , αλλά με την προϋπόθεση σχεδιασμού και τακτικής marketing , για να υπάρχει αποτέλεσμα