Δύο γενιές γεννημένοι «αμετανόητοι» αγρότες – Αφεντικά και εργάτες της ζωής τους

Δύο άνδρες, δύο γενιές, ίδια αγάπη προς τη γη και την καλλιέργειά της… Συνειδητοποιημένοι για το τι κερδίζουν και τι χάνουν, τι κατάφεραν και πώς θέλουν να συνεχίσουν στη ζωή τους. Αγρότες από 13 χρονών παιδιά, ο 87χρονος, σήμερα, Ζαχαρίας Γαλανάκης, και ο 55χρονος Αντώνης Χονδράκης, από το Χουδέτσι. Γεννημένοι σε αγροτικές οικογένειες, αντρειωμένοι με το σκαπέτι στα χωράφια, στα λιόφυτα και στα αμπέλια, στο κρύο και στη ζέστη, σε κοιτάζουν “ευθεία” στα μάτια και δίχως περιστροφές ή προσκόμματα ανοίγουν τη βεντάλια της ζωής τους μιλώντας στη “Νέα Κρήτη”. «Με τον κόπο μας και τα προϊόντα της κρητικής γης μεγαλώσαμε τα παιδιά μας… Τα καταφέραμε… Δε μας χάρισαν τίποτα… Πεινάσαμε, παλέψαμε, κουραστήκαμε, είμαστε όμως όρθιοι, περήφανοι για την πορεία μας… Εκτιμούμε και σεβόμαστε τον κόπο του αγρότη… Και πάλι αγρότες θα γινόμασταν», λένε μεταξύ άλλων. Συνταξιούχος ο κ. Ζαχαρίας Γαλανάκης, με δισέγγονα, υποτάσσει την ηλικία του με τη σπιρτάδα του μυαλού του και αφήνει τους πόνους του σώματος κρεμασμένους σε δέντρα και κουρμούλες, καθώς η εργασία, ήπια πλέον, ακόμα και κρυφά από τα παιδιά του, είναι η “τροφή” για τη ζωή και την ψυχή του. Σπουδάζει με το αγροτικό εισόδημα τα παιδιά του ο κ. Αντώνης Χονδράκης, και καμαρώνει. Τους μαθαίνει πως ό,τι απολαμβάνεις στη ζωή έχει άλλη αξία όταν έχεις κοπιάσει γι’ αυτό. Ζωή “δεμένη” με την ευθύνη της ζωής «Πήγα σχολείο μόνο 90 ημέρες σαν παιδί», λέει, πιάνοντας το νήμα της ζωής του από την αρχή, ο 87χρονος κ. Ζαχαρίας. Πολλές οι αιτίες… Η δικτατορία, η πείνα, ο πόλεμος, η επίταξη του κτηρίου όπου στεγαζόταν το σχολείο από τους Γερμανούς, ο θάνατος του πατέρα του και η σκληρή πραγματικότητα ότι πέντε άνθρωποι έπρεπε να ζήσουν. «Στα 13 μου έφυγε ο πατέρας. Λες και οι κακουχίες δεν είχαν τελειωμό. Η μάνα έπρεπε να πάρει αποφάσεις για τη ζωή μας. Μας μοίρασε τις ευθύνες. Η 15χρονη αδελφή μου, Μαρία, θα έμενε στο σπίτι για τη φροντίδα του. Ο Δημήτρης, η Ελένη κι εγώ αναλάβαμε τις εξωτερικές δουλειές». Ολιγαρκείς για την επιβίωσή τους… Είχαν μόνο ό,τι χρειάζονταν. Πουλούσαν τα προϊόντα που παρήγαγαν στα παζάρια, σε Αρκαλοχώρι, Αρχάνες και Ηράκλειο. «Σπέρναμε, θερίζαμε, κάναμε χωράφι. Τα όσπρια ήταν παραγωγής μας. Τα ζυμαρικά δικά μας. Τα οικόσιτα του σπιτιού μάς έδιναν το κρέας τους, το γάλα, το τυρί και τα αβγά. Πουλούσαμε 50 κιλά στάρι και βγάζαμε το μήνα. Με ένα ντενεκέ πετρέλαιο καλύπταμε τις ανάγκες για τη θέρμανσή μας. Κουραστήκαμε… Βάλαμε παπούτσια στα 17 μας, αλλά τα καταφέραμε». Η δουλειά τους ξεκινούσε στις 4 τα ξημερώματα. Πρώτο μέλημά τους, η φροντίδα των ζώων, στα οποία στηρίζονταν για την καλλιέργεια της γης με το ξύλινο αλέτρι που αυτά τραβούσαν. «Η δουλειά ήταν σκληρή. Εργαλεία μας ήταν τα χέρια και το μυαλό μας. Μόνοι συνεργάτες μας τα ζώα στο χωράφι, στις μεταφορές. Με τα κλαδιά και τα υπολείμματα των λοιπών καλλιεργειών ταΐζαμε τα ζωντανά. Με τα περιττώματά τους λιπαίναμε τα χωράφια… Όταν ήρθε το πρώτο αλέτρι από τη Γαλλία τρίβαμε τα μάτια μας…». Αφεντικά κι εργάτες ήταν στο βιός τους όλοι. Ογδόντα οικογένειες ζούσαν στο Χουδέτσι τη δεκαετία του 1930-1940, τρίτεκνες, πολύτεκνες, με τρία, τέσσερα, εννέα και έντεκα παιδιά, πολλές από αυτές. Αφεντικά κι εργάτες της ζωής τους… Μετά το 1950 μπήκε στη ζωή τους η λέξη “ανάπτυξη”. Είχε προηγηθεί η καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού. Ακολούθησαν οι Συνεταιρισμοί και οι Ενώσεις, που έδωσαν ώθηση στο εμπόριο των προϊόντων – ελιές, λάδι, ροζακιά, σταφίδες, κρασί – τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά, με τους συνεταιρισμένους παραγωγούς να ανασαίνουν από τη “βάσανο” του παζαριού και να απολαμβάνουν την αξία της παραγωγή της. Τα καλά χρόνια των αγροτών είχαν ξεκινήσει… Με τη δουλειά και τη συνετή διαχείριση των οικονομικών τους, ο νεαρός κ. Ζαχαρίας και ο αδελφός του πάντρεψαν τις αδελφές τους, Μαρία και Ελένη, ενώ το 1952 ήρθε και η δική του σειρά να λαβωθεί από τα βέλη τού έρωτα για να παντρευτεί λίγα χρόνια αργότερα… «Γνώρισα μια κοπέλα το 1952», λέει χαμογελώντας. «Ήταν 15 χρονών, ορφανή, και μου άρεσε πολύ. Τη βρήκα, της είπα ότι την αγαπούσα, και πως ήθελα να την παντρευτώ όταν θα επέστρεφα από το στρατό. Της ξεκαθάρισα, όμως, πως τυχόν παραστράτημά της θα αθετούσε το λόγο μου. Συμφώνησε και με περίμενε. Έφτιαξα το σπίτι μας με την επιστροφή μου και παντρευτήκαμε. Ούτε εγώ όμως “λοξοκοίταξα”. Τίμια κι αντρίκεια ήταν επίσης η στάση της μάνας μου, που έμαθε τις κουβέντες μου προς την κοπέλα, με ρώτησε αν είναι αλήθεια, κι αφού βεβαιώθηκε, με προειδοποίησε πως τυχόν αθέτηση εκ μέρους μου θα γινόταν αιτία πολέμου ανάμεσά μας»… Ο κ. Ζαχαρίας, που κατάφερνε πάντα να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του, το 1964 ασχολήθηκε με τα κοινά. Υπηρέτησε την Κοινότητα Χουδετσίου για 17 χρόνια, ενώ μετά το 1980 βρίσκεται στο Συνεταιρισμό… Τριάντα δύο χρόνια ακούραστος εργάτης του. «Βρήκαμε μια αποθήκη στο ξεκίνημά μας», λέει, σαν να ήταν μόλις χθες. «Εκλεχτήκαμε πέντε άτομα. Μας εμπιστεύτηκαν κοντά 300 αγρότες. Η δύναμη του Συνεταιρισμού παραμένει σχεδόν ίδια και σήμερα, με την ακίνητη περιουσία του να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Σε λίγα χρόνια αγοράσαμε το πρώτο ελαιουργείο. Ανοίξαμε φτερά στις αγορές του εξωτερικού, προωθήσαμε “πιστοποιημένα” τα προϊόντα μας – λάδι, κρασί, σταφύλι – κι όλα αυτά τα εισπράξαμε στο ακέραιο. Μείναμε και παραμένουμε πιστοί στην ιδέα του Συνεταιρισμού. Τίποτα δεν ήταν εύκολο, αλλά κι όλα δυνατά. Είμαι περήφανος για ό,τι καταφέραμε. Είμαι σίγουρος ότι, αν ξεκινούσα σήμερα, πάλι με τον ίδιο τρόπο θα οδηγούσα το καράβι». Η “χρυσή” ζωή κάποιους τούς αλλοίωσε Μοιραία, η κουβέντα φτάνει στο σήμερα και στα όσα βιώνει ο αγρότης. Μοιραία παίρνει πολιτικές διαστάσεις. Μοιραία φτάνει στις ευθύνες του ίδιου του αγροτικού κόσμου και στις επιλογές του. Σε εκείνους που εν γνώσει τους, εκμεταλλευόμενοι τη δική τους σιωπή, “χρύσωσαν” τη δική τους ζωή κι άφησαν στο γύρισμα μόνους τους αγρότες. Σε εκείνους που τους παρότρυναν να “χρυσώσουν” και τη δική τους, με τυχερούς εκείνους που δεν έπεσαν στην παγίδα, καθώς η πλούσια ζωή με ό,τι αυτή περιέχει αλλοίωσε χαρακτήρες και συνειδήσεις… Ζωή που δεν κλείνεται σε τέσσερεις τοίχους Καλλιέργειες, αναζήτηση νερού, γεωτρήσεις, δρόμοι, έργα στην περιοχή, συσσίτια… Ατέλειωτα τα κεφάλαια της ζωής που φέρνει μπρος στα μάτια του, που αλλάζουν χρώμα, αντικατοπτρίζοντας τον ψυχικό του κόσμο διαχρονικά στο διάβα του. Ζωή για την οποία περηφανεύεται, με το σπίτι να μην “τη χωρά” σε τέσσερεις τοίχους. Ο γεννημένα “αμετανόητος” αγρότης βγαίνει ακόμα έξω για να κλαδέψει τις ελιές και τ’ αμπέλια του. Κι ας το κάνει κρυφά από τα παιδιά του, που φοβούνται μην τους πάθει κάτι. Μαζεύει τα χόρτα του, τους χοχλιούς του, ταΐζει τα ζώα του, “εποπτεύει” τον κόπο του… Είναι ενεργό μέλος της κοινότητας που ζει… Αντώνης Χονδράκης: Ο αγρότης τού σήμερα Πενήντα τεσσάρων χρονών σήμερα, ο Αντώνης Χονδράκης στα 13 του εγκατέλειψε με τις ευλογίες του πατέρα του το σχολείο, για να “μεγαλώσει” γρήγορα. «Ο πατέρας μου δεν έφερε αντίρρηση. Ήταν άλλη η νοοτροπία και η ζωή τότε. Εγώ βιαζόμουν να μεγαλώσω. Να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Να δουλέψω. Να αβγατίσω την περιουσία μας». Τι άλλο να έκανες, άλλωστε, εκείνα τα χρόνια στο χωριό… «Ήταν τα χρόνια που η κούραση δε μας ακουμπούσε εύκολα. Ήμασταν στην ηλικία που δεν υπολογίζαμε την αξία της γνώσης. Οι ελιές και τα αμπέλια περίμεναν από μας να καλλιεργηθούν. Αφεντικά κι εργάτες ήμασταν από τότε… Μπαίνεις το πρωί στο λιόφυτο και στ’ αμπέλι και σχολάς το βράδυ». Απαιτητική και δύσκολη η δουλειά για τον 13χρονο που ήθελε να σταθεί στα πόδια του, ως “ενήλικας” ανήλικος, παραδέχεται κι ο ίδιος. Να φτιάξει το δικό του “βιός”. Πεισματάρης κι αποφασισμένος, ωστόσο, να τα καταφέρει, τα κατάφερε! Χαλαρές ώρες και μέρες, άλλες από αυτές του γάμου του, δε θυμάται, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Άλλαξαν ωστόσο οι συνθήκες στον αγροτικό χώρο και στο διάβα του, καθώς η ακολουθούμενη πολιτική τούς έπιασε όλους στην “παγίδα” της. Το αγροτικό επάγγελμα ήρθε και μπερδεύτηκε με τους ετεροεπαγγελματίες, με τους επιχειρηματίες… με τις ενισχύσεις. Πίστεψαν σε άλλα πράγματα. Κόμματα και χρώματα βρήκαν την ευκαιρία και εισέβαλαν βίαια στη ζωή τους και την έκοψαν σε πολλά, μικρά κομματάκια, “διασκορπισμένα” πια στις τέσσερεις πλευρές του ορίζοντα. Μόνη σταθερή κι ακριβοπληρωμένη γραμμή, αυτή του να παραμείνεις αγρότης… «Είναι αυτό που έμαθα, διάλεξα, ακολουθώ. Η άλλη οδός είναι να μείνω στην πόλη. Πού όμως; Από καφενείο σε καφενείο; Όχι, είναι τραγικό και μόνο που το σκέφτομαι. Οι χρυσές δεκαετίες μπορεί να έφυγαν, όμως εγώ θα παραμείνω εδώ. Ό,τι έφτιαξα μου ανήκει. Ο κόπος μου θα πάει μόνο στα παιδιά μου»… Η αναμέτρηση είναι καθημερινή, επισημαίνει. Οι επιλογές σου ακόμα κι αν σε φτάνουν στα όριά σου έχουν αντίκτυπο στην οικογένειά σου. Αυτό που επιχειρείς είναι να συμβουλεύσεις τα παιδιά σου… οι δικές τους αποφάσεις να είναι λιγότερο κοπιαστικές κι ακίνδυνες για τη δική τους ζωή. «Αν εμένα ο πατέρας μου με άφησε να φύγω από το σχολείο, για τα δικά μου παιδιά ούτε γι’ αστείο δεν έκανα αυτή τη σκέψη», αναφέρει. Στο “ακίνδυνες”, θυμάται επίσης πως η ανατροπή του τρακτέρ που χειριζόταν χρόνια πριν παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή… Πως το πάθημα και ο φόβος σού αλλάζουν τον τρόπο σκέψης, καθώς οι συνέπειες δεν ακολουθούν μόνο εσένα αλλά και την υπόλοιπη οικογένεια.   Απέναντί μας καιρός, κόστος καλλιέργειας, φόροι «Ο φόβος μας είναι πώς θα κρατήσουμε την περιουσία μας»   «Χθες δίναμε τον αγώνα να πάμε μπροστά, σήμερα παλεύουμε να κρατήσουμε ό,τι δουλέψαμε. Απέναντί μας, θεριά οι δυσκολίες. Καιρικές συνθήκες, ζημιές, κόστος καλλιέργειας, υπερφορολόγηση, χρέη… Ο μεγαλύτερος φόβος μας είναι πώς θα καταφέρουμε να κρατήσουμε ό,τι δημιουργήσαμε… Ο κλήρος μικρός, στα μέρη μας αλλάζει χέρια με ευκολία, οι ανάγκες “στη στήνουν” στη γωνία… Μα η πιο μεγάλη πληγή απ’ όλες είναι αυτή που κρατούν εντέχνως ανοιχτή, συκοφαντώντας μας ότι λέμε “όχι” στις υποχρεώσεις μας σαν φορολογούμενοι πολίτες»… Υπάλληλος του Συνεταιρισμού στο Χουδέτσι, ο Γιώργος Βασιλάκης, που μας άνοιξε την πόρτα του για να μας φιλοξενήσει, βάζει το δικό του λιθαράκι σε μια κουβέντα που οδηγείται συνεχώς στο ίδιο σημείο: «Τι είχα, τι έχασα, πόσο δούλεψα και πόσα μου πήραν, πώς οι χρυσές μέρες κατάφεραν να μετατραπούν σε φόβητρο για τους αγρότες». «Όταν μπαίνω στο χωράφι αφήνω ελεύθερη τη σκέψη μου να τριγυρίζει, να θυμώνει, να φιλιώνει, να πορεύεται ελεύθερα, να δίνει απαντήσεις ακόμα και στ’ αδιέξοδα, να συμφιλιώνεται με τα σημερινά δεδομένα»…   Πηγη: neakriti.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com