Η αναπαραγωγή των ελίτ διά της οικογενειακής οδού προστίθεται σε μια όλο και πιο έντονη έλλειψη κοινωνικοοικονομικής ποικιλομορφίας στα πιο αριστοκρατικά ιδρύματα. Στο Χάρβαρντ όσοι προέρχονται από το 1% των πλουσιότερων οικογενειών είναι περίπου ισάριθμοι με τους συμφοιτητές τους που προέρχονται από το 60% των οικογενειών με μικρότερα εισοδήματα.
Προκειμένου να επιλέξουν τους φοιτητές τους, τα αμερικανικά πανεπιστήμια λαμβάνουν υπόψη διάφορα κριτήρια: τις σχολικές επιδόσεις, την εθνοτική καταγωγή, τον τόπο κατοικίας ή ακόμη και το φύλο. Τα πιο αναγνωρισμένα πανεπιστήμια λαμβάνουν επίσης υπόψη και τη συγγένεια του υποψηφίου. Ευνοούν τα παιδιά αποφοίτων, εφαρμόζοντας έτσι μια μορφή θετικής διάκρισης… για τους πλούσιους.
Οι Αμερικανοί το μαθαίνουν από την πιο τρυφερή ηλικία τους: μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1775-1783), οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απέρριπταν την κληρονομική διαδοχή, υποστηρίζοντας τον νόμο που είχε θεσπιστεί «από και για τον λαό». Ο Τόμας Τζέφερσον, ένας από τους πατέρες του έθνους, δεν έγραφε άραγε πως οι συμπολίτες του επιθυμούσαν μια «φυσική αριστοκρατία», βασισμένη «στην αρετή και το ταλέντο», παρά μια «τεχνητή αριστοκρατία» βασισμένη, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην περιουσία και στην καταγωγή;
Από όλες τις παραβιάσεις της θεμελιώδους αυτής αρχής, τις βαρύτερες συνέπειες αναμφίβολα είχε το σύστημα της φυλετικής διάκρισης που επιβλήθηκε στον μαύρο πληθυσμό. Μία ακόμη αποφασιστική παραβίαση, πιο διακριτική, άρχισε να σημειώνεται στην αρχή του 20ού αιώνα: η προσμέτρηση της συγγένειας στα κριτήρια επιλογής των μεγαλύτερων πανεπιστημίων της χώρας. Οι νέοι αιτούντες, τη στιγμή της εγγραφής, τυχαίνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης εάν ένας από τους γονείς τους -συνήθως ο πατέρας- είχε φοιτήσει στο ίδρυμα. «Κρατώντας αυτοδικαίως θέσεις για τα μέλη τής ‘ελέω περιουσίας και καταγωγής’ ψευδοαριστοκρατίας», γράφει ο δοκιμιογράφος Μάικλ Λιντ, «το δικαίωμα στην πανεπιστημιακή διαδοχή εισήγαγε τον όφι της αριστοκρατίας μέσα στην Εδέμ της δημοκρατικής πολιτείας»1.
Σήμερα, τα κριτήρια κληρονομικής επιλογής (legacy preferences) εφαρμόζονται στα τρία τέταρτα των εκατό καλύτερων πανεπιστημίων, δημόσιων και ιδιωτικών. Υπερισχύουν επίσης στις εκατό καλύτερες σχολές θεωρητικών σπουδών της χώρας. Εκτός από τις σχολικές επιδόσεις, το χρώμα του δέρματος, το φύλο και τη γεωγραφική προέλευση, οι σχολές αυτές λαμβάνουν υπόψη την οικογένεια των υποψηφίων, χωρίς να αποκαλύπτουν τη σημασία που αποδίδουν σε καθένα από τα κριτήρια. Η συγκέντρωση απογόνων αποφοίτων αυξάνει ανάλογα με το κύρος της σχολής. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του «Harvard Crimson», 29% των νέων πρωτοετών φοιτητών έχουν έναν γονέα που έχει κι αυτός φοιτήσει στο Χάρβαρντ2.
Η αναπαραγωγή των ελίτ διά της οικογενειακής οδού προστίθεται σε μια όλο και πιο έντονη έλλειψη κοινωνικοοικονομικής ποικιλομορφίας στα πιο αριστοκρατικά ιδρύματα. Αν και το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ διατυμπανίζει ότι στην επόμενη σχολική χρονιά οι νέοι εγγεγραμμένοι του στην πλειοψηφία τους δεν θα είναι λευκοί, μια μελέτη που εμφανίστηκε το 2017 επισημαίνει πως πάνω από τους μισούς σπουδαστές του ανήκουν στο 10% των ευπορότερων οικογενειών της χώρας. Όσοι προέρχονται από το 1% των πλουσιότερων οικογενειών είναι περίπου ισάριθμοι με τους συμφοιτητές τους που προέρχονται από το 60% των οικογενειών με μικρότερα εισοδήματα.
Σε ένα περιβάλλον που ήδη χαρακτηρίζεται από έντονες κοινωνικές ανισότητες, το δυναστικό προνόμιο αντιπροσωπεύει ένα ακόμα υψηλότερο επίπεδο ευνοιοκρατίας. Όπως υπογραμμίζει ο Βρετανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Ρηβς, ερευνητής στο Brookings Institution, οι ανώτερες μεσαίες τάξεις δεν αρκούνται πλέον να προωθούν τα παιδιά τους μέσα από την αγορά σπιτιών στις ακριβές περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένα τα καλύτερα σχολεία: χρησιμοποιούν και το όνομά τους σαν «μέσο». «Πλέον, ο μπαμπάς δεν μας βοηθά μόνο παίζοντας μπέιζμπολ μαζί μας στον κήπο», γράφει. «Τώρα ο μπαμπάς λαδώνει και τον διαιτητή»3.
Το δικαίωμα διαδοχής στα πανεπιστήμια, παγιωμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι «πρακτικά άγνωστο οπουδήποτε αλλού», παρατηρεί ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Γκόλντεν, ο οποίος το θεωρεί «σχεδόν αποκλειστικά αμερικανικό»4. Πώς μια χώρα που γεννήθηκε από μια επανάσταση ενάντια στην αριστοκρατία μπόρεσε να γίνει τόσο πρόσφορο έδαφος για την επιλογή μέσω συγγένειας; Ποιες δικαιολογίες επέτρεψαν σε αυτή την επιλογή να επιβληθεί εν γνώσει όλων, και κάτι τέτοιο να φαίνεται λογικό;
Η επιλογή με βάση τη γενεαλογία καθιερώθηκε την επομένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να περιορίσει την εισροή μεταναστών φοιτητών -κυρίως Εβραίων- στα διακεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ανατολικής Ακτής. Βλέποντας με δυσαρέσκεια τους νεοφερμένους να εξευτελίζουν την αφρόκρεμα της αγγλοσαξωνικής ελίτ στο πεδίο της αξιοκρατίας, οι πρυτάνεις αρχικά υιοθέτησαν την ποσόστωση στους Εβραίους. Όταν τα μέσα αυτά δεν μπορούσαν πλέον να υποστηριχθούν, τα πανεπιστήμια άρχισαν να χρησιμοποιούν έμμεσους τρόπους προκειμένου να αποκλείσουν τους Εβραίους, κυρίως επιστρατεύοντας «αλλόκοτα» κριτήρια όπως ο «χαρακτήρας», η «γεωγραφική ποικιλότητα» ή η «οικογενειακή καταγωγή».
Έναν αιώνα αργότερα, τα κληρονομικά κριτήρια εξακολουθούν να δρουν σαν όπλα μαζικής διάκρισης. Σύμφωνα με τους δικηγόρους Τζον Μπρίτεν και Έρικ Μπλουμ, οι φοιτητές που ανήκουν σε μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, αυτόχθονες Αμερικανοί) αντιπροσωπεύουν το 12,5% των υποψηφίων για τα επιλεκτικά πανεπιστήμια, αλλά μόλις το 6,7% εκείνων που έγιναν δεκτοί, προς όφελος εκείνων που μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη συγγενικής σχέσης5.
Οι υποστηρικτές του «κληρονομικού φίλτρου» ενίοτε ισχυρίζονται ότι αυτό δεν αποτελεί παρά μόνο έναν από τους τρόπους επιλογής μεταξύ υποψηφίων με τα ίδια προσόντα. Στη πραγματικότητα, δεν περιορίζεται στον ρόλο μιας απλής βοήθειας από τη μοίρα. Μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές του πανεπιστημίου του Πρίνστον αποδεικνύει, με βάση ένα δείγμα που συμπεριλαμβάνει δέκα από τις πιο αριστοκρατικές σχολές της χώρας, ότι το να είσαι «γιος κάποιου» ισοδυναμεί με μια πριμοδότηση 160 βαθμών (με άριστα τους 1.600 βαθμούς) στο τεστ σχολικών δεξιοτήτων (scholastic assessment test, SAT), την τυποποιημένη εξέταση στην οποία οφείλουν να υποβληθούν οι περισσότεροι από τους υποψηφίους για τα αμερικανικά πανεπιστήμια6. Το 2011, έρευνα που διεξήχθη σε τριάντα διακεκριμένες σχολές συμπέρανε ότι, μεταξύ ισάξιων μαθητών, τα παιδιά αποφοίτων είχαν κατά 45% μεγαλύτερες πιθανότητες εισόδου σε σχέση με τους υποψήφιους χωρίς συγγενείς στο ίδρυμα7. Με άλλα λόγια, ένας φοιτητής που θα είχε 40% πιθανότητα εισαγωγής με βάση τα προσόντα και το συνολικό προφίλ του (αποτελέσματα στο SAT, αθλητικές ικανότητες, φύλο), σε περίπτωση ευνοϊκής συγγένειας βλέπει τις πιθανότητες αυτές να φτάνουν στο 85%.
«Στα επιλεκτικά πανεπιστήμια, τα παιδιά αποφοίτων αντιπροσωπεύουν συνήθως το 10 με 25% του φοιτητικού πληθυσμού», εκτιμά ο Ντάνιελ Γκόλντεν. «Το γεγονός ότι οι αναλογίες αυτές λίγο ποικίλλουν από τη μία χρονιά στην άλλη δηλώνει πως υπάρχει ένα άτυπο σύστημα εσωτερικών ποσοστώσεων». Στο αντίθετο άκρο, σε μια μεγάλη σχολή όπως το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια, που αρνείται να ευνοήσει τους συγγενείς, τα παιδιά των αποφοίτων αποτελούν μόνο το 1,5%.
Ακούμε καμιά φορά να λέγεται πως το συγγενικό προνόμιο δυναμώνει τον σύνδεσμο των αποφοίτων με τη σχολή τους, κάτι που τους ενθαρρύνει να κάνουν μεγαλύτερες δωρεές. Κανένα εμπειρικό δεδομένο όμως δεν επιβεβαιώνει έναν τέτοιο ισχυρισμό. Μια ομάδα ερευνητών υπό την καθοδήγηση του Τσαντ Κόφμαν, της εταιρείας Winnemac Consulting, εξέτασε τις δωρεές που έγιναν από αποφοίτους, μεταξύ 1998 και 2007, στα εκατό καλύτερα πανεπιστήμια. Προέκυψε ότι τα πανεπιστήμια που αναγνωρίζουν κάποιο κληρονομικό δικαίωμα πράγματι δέχονται, κατά μέσο όρο, υψηλότερο ποσό ανά απόφοιτο (317 δολάρια έναντι 201), η διαφορά όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι δωρητές τους είναι πλουσιότεροι από τους άλλους. Οι συντάκτες της μελέτης δεν βρήκαν «κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει πως οι πολιτικές οικογενειακής ευνοιοκρατίας επηρεάζουν τη συμπεριφορά των δωρητών». Πέρασαν επίσης από ψιλό κόσκινο τις δωρεές στις επτά σχολές που εγκατέλειψαν αυτόν τον τρόπο επιλογής κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους. Και πάλι δεν βρήκαν «κανένα ουσιαστικό στοιχείο που να δείχνει κάποια μείωση ως απόρροια της κατάργησης του οικογενειακού προνομίου».
Ωστόσο, το μπόνους που παρέχεται στους απογόνους, ριζωμένο εδώ κι έναν αιώνα στην Αμερική, αντιμετωπίζει αμφισβητήσεις, οι οποίες πλέον δημιουργούν αμφιβολίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του. Τον Φεβρουάριο του 2018, ομάδες φοιτητών από μια δωδεκάδα πανεπιστημίων υψηλού κύρους άρχισαν να κινητοποιούνται ενάντια στις κληρονομικές διευκολύνσεις. Οργανώσεις από το Πρίνστον, το Γιέιλ, το Κορνέλ, το Μπράουν, το Κολούμπια και το Σικάγο διεκδικούσαν -μάταια- τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος την άνοιξη, προκειμένου να ρωτήσουν τους φοιτητές εάν θεωρούν δίκαιο το σύστημα επιβράβευσης των «παιδιών του μπαμπά».
Εκτός πανεπιστημιουπόλεων, η κινητοποίηση κάποιες φορές τυχαίνει αναπάντεχης υποστήριξης. Τον Οκτώβριο του 2017 ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης Γουίλιαμ Ντάντλεϊ δήλωσε σε ομιλία πως τα οικογενειακά προνόμια ήταν «εντελώς άδικα» και ότι «το να πεταχτεί στα σκουπίδια αυτού του είδους η πολιτική μόνο όφελος θα είχε για την κοινωνική κινητικότητα». Και αναρωτήθηκε: «Επιθυμούμε πραγματικά να ενθαρρύνουμε, στα μεγάλα μας πανεπιστήμια, αυτό που, κατά βάθος, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πολιτική του τύπου ‘εισαγωγή έναντι δωρεάς’;».
Ενδεχομένως η Δικαιοσύνη να καταλήξει, αργά ή γρήγορα, να αποφανθεί επί του ζητήματος. Όλως περιέργως, έως σήμερα, για το δικαίωμα της πανεπιστημιακής διαδοχής δεν έχει γίνει παρά μόνο μία δίκη σε ομοσπονδιακό δικαστήριο. Συνέβη το 1975, με πρωτοβουλία μιας αποτυχούσας υποψήφιας στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Τσάπελ Χιλ. Η Τζέιν Σέριλ Ρόζενστοκ εκτιμούσε ότι τα συνταγματικά δικαιώματά της είχαν παραβιαστεί λόγω της εύνοιας σε άλλους υποψήφιους – μεταξύ των οποίων υπήρχαν παιδιά αποφοίτων, αλλά και άτομα χαμηλότερων εισοδημάτων ή προερχόμενα από μειονότητες. Η αγωγή της απορρίφθηκε. Η μέτρια βαθμολογία της ενάγουσας στο SAT (850 στους 1.600 βαθμούς) σίγουρα δεν συνηγόρησε υπέρ της, όμως ο δικαστής επίσης δεν εκτίμησε και την αμφισβήτηση αυτών των προνομίων, επαναλαμβάνοντας το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο ήταν απαραίτητα για τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων.
Ωστόσο, μαζί με τον Στιβ Σάντοουεν, τον Σόζι Τουλάντε και τη Σάρα Άλπερν8, αρκετοί δικηγόροι υποστηρίζουν πως τέτοιες διακρίσεις στο πανεπιστήμιο παραβιάζουν το Σύνταγμα και συγκεκριμένα τη 14η Τροπολογία. Η τροπολογία αυτή, η οποία αρχικά συντάχθηκε για να λειτουργήσει ως τροχοπέδη στις φυλετικές διακρίσεις απέναντι στους μαύρους Αμερικανούς, επεκτείνεται γενικότερα στις «προτιμήσεις βασισμένες στην καταγωγή», σύμφωνα με τη διατύπωση του Πότερ Στιούαρτ, πρώην δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι τα άτομα πρέπει να κρίνονται σύμφωνα με τα προσόντα τους και όχι με βάση τις γενεαλογικές καταβολές τους.
Το Κογκρέσο θα μπορούσε κι εκείνο να εκφέρει άποψη. Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι τρεις στους τέσσερις Αμερικανούς είναι αρνητικοί απέναντί του, το δικαίωμα στην πανεπιστημιακή διαδοχή κατέληξε να είναι ένα πολιτικά ευαίσθητο θέμα. Πόσο μάλλον τώρα που η δικαιολογία την οποία χρησιμοποιούσαν οι υπέρμαχοί του -ότι υποτίθεται πως αποτελεί κίνητρο για δωρεές- αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι: σε αυτήν, η φορολογική αρχή θα μπορούσε να βρει ένα αίτιο για να καταργήσει τις μειώσεις φόρων που απολαμβάνουν οι δωρητές. Πράγματι, αν αναγνωριστεί ότι αποκομίζουν όφελος σε αντάλλαγμα της δωρεάς τους, η συμφωνία τους με τα πανεπιστήμια αντιβαίνει στους σχετικούς με τις αγαθοεργίες κανονισμούς για τις εκπτώσεις φόρου: μια δωρεά δεν πρέπει να πλουτίζει τον δωρητή.
Στο μεταξύ, ο παραλογισμός ενός τέτοιου τρόπου επιλογής καταδεικνύει πόσο κρίσιμο είναι το διακύβευμα της πρόσβασης στα μεγάλα πανεπιστήμια. Τα οφέλη από τις σπουδές σε κάποιο από αυτά τα λαμπρά ιδρύματα είναι τεράστια. Κατ’ αρχάς σε επίπεδο μόρφωσης: ένα μέσο πανεπιστήμιο δαπανά 12.000 δολάρια ετησίως για την εκπαίδευση ενός φοιτητή του, έναντι 92.000 δολαρίων στην περίπτωση των πιο επιλεκτικών ιδρυμάτων. Κατόπιν από άποψη εισοδημάτων: αν και έχουν τα ίδια προσόντα, οι πτυχιούχοι αυτοί κερδίζουν μισθούς κατά μέσο όρο 45% υψηλότερους από τους απόφοιτους της ίδιας χρονιάς που προέρχονται από λιγότερο φημισμένα ιδρύματα – ψαλίδα που γίνεται τεράστια εάν λάβουμε υπόψη αποκλειστικά φοιτητές προερχόμενους από οικογένειες μέτριας κοινωνικοοικονομικής επιφάνειας. Σύμφωνα με το κλασικό πλέον βιβλίο του Τόμας Ντάυ Who’s Running America? («Ποιος κυβερνά την Αμερική;»), πάνω από τα μισά αφεντικά των μεγάλων εταιρειών και περίπου το 40% των κυβερνητικών αξιωματούχων σπούδασαν σε ένα από τα δώδεκα πιο ονομαστά πανεπιστήμια9. Η ιστορία δεν μας λέει πόσοι εισήχθησαν χάρη στο επώνυμό τους…
Σημειώσεις:
1. Michael Lind, «Legacy preferences in a democratic republic», στο Richard D. Kahlenberg (επιμ.), Affirmative Action for the Rich, ό.π.
2. Jessica M. Wang και Brian P. Yu, «Meet the class of 2021», «The Harvard Crimson», 2017, www.thecrimson.com
3. Richard V. Reeves, «Dream Hoarders: How the American Upper Middle Class Is Leaving Everyone Else in the Dust, Why That Is a Problem, and What to Do About It», Brookings Institution Press, Ουάσινγκτον, 2017. Βλ. επίσης «Classe sans risque», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2017.
4. Πρβλ. Daniel Golden, «The Price of Admission: How America’s Ruling Class Buys Its Way Into Elite Colleges – and Who Gets Left Outside the Gates», Three Rivers Press, Νέα Υόρκη, 2007.
5. John Brittain και Eric L. Bloom, «Admitting the truth: the effect of affirmative action, legacy preferences and the meritocratic ideal on students of color in college admissions», στο Affirmative Action for the Rich, ό.π.
6. Thomas J. Espenshade, Chang Y. Chung και Joan L. Walling, «Admission preferences for minority students, athletes, and legacies at elite universities», «Social Science Quarterly», τεύχος 85, αρ. 5, Χόμποκεν (Νιού Τζέρσεϊ), Δεκέμβριος 2004.
7. Michael Hurwitz, «The impact of legacy status on undergraduate admissions at elite colleges and universities», «Economics of Education Review», τεύχος 30, αρ. 3, Άμστερνταμ, Ιούνιος 2011.
8. Steve D. Shadowen, Sozi Pedro Tulante και Shara L. Alpern, «No distinctions except those which merit originates: the unlawfulness of legacy preferences in public and private universities», «Santa Clara Law Review», τεύχος 49, αρ 1, 2009.
9. Thomas R. Dye, «Who’s Running America? The Obama Reign», Paradigm Publishers, Μπόλντερ (Κολοράντο), 2014.
* Ο Richard D. Kahlenberg είναι ερευνητής στο Century Foundation, ειδικός σε θέματα εκπαίδευσης. Επιμελήθηκε επίσης τον τόμο «Affirmative Action for the Rich: Legacy Preferences in College Admissions», The Century Foundation, Νέα Υόρκη, 2010.
Πηγή: Monde Diplomatique / Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης – Ενθέματα
Σχετικές δημοσιεύσεις
-
Ο Τραμπ υποσχέθηκε έναν «ισχυρό στρατό» και το τέλος των πολέμων σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε χθες Πέμπτη έναν «ισχυρό στρατό»... -
Ο Τραμπ διορίζει τον Έλον Μασκ υπουργό Αποτελεσματικότητας και υπουργό Άμυνας έναν παρουσιαστή του Fox News
Ο Ρεπουμπλικάνος εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε χθες Τρίτη... -
Και επίσημα νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τραμπ – Κέρδισε τις εκλογές, εξασφάλισε 276 εκλέκτορες
Ο Τραμπ νίκησε την Κάμαλα Χάρις σε μια εκλογική...