«Ολα τα είχαμε, η ποδοσφαιρική ένταση μας έλειπε», ακούγεται από προχθές από όλο και περισσότερα στόματα. Πολύς κόσμος, λανθασμένα, διαχωρίζει τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα από την υπόλοιπη επικαιρότητα και πραγματικότητα μιας κοινωνίας, ενός κράτους και δη του ελληνικού.
Από τη Δευτέρα το βράδυ η εισήγηση της ΕΕΑ ήρθε να προσθέσει ακόμη μία κορυφή στο «παγόβουνο» της ελληνικής ποδοσφαιρικής και κοινωνικοπολιτικής φαρσοκωμωδίας. Μόλις λίγες ώρες μετά η κυβέρνηση έσπευσε εν μέσω πανικού να ισορροπήσει(;) το «σκαρί» έπειτα από τις αντιδράσεις.
Το ποδόσφαιρο είναι ίσως το μοναδικό κοινωνικό γεγονός το οποίο μπορεί να συγκεντρώσει χιλιάδες κόσμου σε ένα απόγευμα σε ένα μέρος. Εχει δύναμη πέρα από τα όρια ενός σπορ και μοιραία, τις τελευταίες δεκαετίες έχει μετατραπεί σε ένα παιχνίδι εξουσίας και επίδειξης δύναμης.
Και αλίμονο σ’ αυτόν που θα τολμήσει να βρεθεί στον δρόμο του. Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ωρών αποκαλύπτουν για μία ακόμη φορά, όλα όσα βρίσκονται κρυμμένα κάτω από το χαλί (πείτε το και χλοοτάπητα) εδώ και τουλάχιστον 25-30 χρόνια.
Κανείς μα κανείς, όμως, δεν τολμά να καταγγείλει (πόσο μάλλον να κατηγορήσει ή να δικάσει και να καταδικάσει) μια ομάδα ή ένα πρόσωπο, ειδικά αν αυτή-ός έχουν από πίσω τους ορδές χιλιάδων οπαδών (είτε με κασκόλ είτε με γραβάτες) – ψηφοφόρων. Το πολιτικό κόστος είναι απαγορευτικό ακόμη και για την παραμικρή κίνηση εξυγίανσης, χρόνια τώρα.
Ο φανατισμός και η πολιτικάντικη λογική επικρατούν και καλύπτουν ιδανικά όποιον προβεί σε… επιδέξιους χειρισμούς, μέσα σε ένα περιβάλλον διαχρονικής ατιμωρησίας ή «α λα καρτ» τιμωρίας. Και στη χώρα μας υπάρχει ελάχιστος χώρος για μη φανατικούς, για κομβικές αποφάσεις χωρίς «χρωματιστά γυαλιά». Ετσι, όσο θα προσποιούμαστε ότι όλα βαίνουν καλώς στην κοινωνία και στην πολιτική τόσο θα εμφανίζεται το ποδόσφαιρο να μας καθρεπτίζει την πραγματικότητα…
ΠΗΓΗ: Καθημερινή