Η μητέρα του, η Τζιν Χάνλον, είχε μετακομίσει στην Κρήτη το 2005. Η απόφαση αυτή είχε ξαφνιάσει τους δικούς της, αλλά εκείνη κόντευε τα 50 και ένιωθε πως είχε έρθει η ώρα να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Είχε μεγαλώσει σε μια φάρμα σε επαρχία της Σκωτίας, παντρεύτηκε και τότε μετακόμισε στην πόλη. Δούλευε για χρόνια ως γραμματέας σε μεγάλο νοσοκομείο και η ζωή της, ειδικά απ’ όταν χώρισε, ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στα τρία της αγόρια.
Στην Κρήτη είχε πρωτοπάει όταν έγινε 40 χρόνων. Ηταν το πρώτο της ταξίδι στο εξωτερικό και ο Μάικλ θυμάται πως ήταν πραγματικά ενθουσιασμένη: «Ο ήλιος εκεί λάμπει συνεχώς και οι άνθρωποι είναι πάντα τόσο χαρούμενοι», του είχε πει. Οταν τους ανακοίνωσε ύστερα από λίγα χρόνια πως θα άφηνε τη δουλειά της για να μετακομίσει εκεί μόνιμα, εκείνος ανησυχούσε που θα ήταν μόνη. Οταν την επισκέφθηκε, όμως, είδε πως πράγματι είχε κάνει αμέτρητους φίλους. Στην Κρήτη ήταν ευτυχισμένη. Σε ένα μικρό δερμάτινο ημερολόγιο έγραφε καθημερινά για μια ζωή που κυλούσε φαινομενικά ήρεμα. Τα καλοκαίρια δούλευε στο καφέ ενός καλού της φίλου στις Γούβες, τον χειμώνα ξεκουραζόταν και φρόντιζε περιστασιακά ένα μικρό κορίτσι. Της άρεσε το περπάτημα, αγαπούσε τον χορό και ήταν πάντα η ψυχή της παρέας.
Η εξαφάνιση
Η τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιο είναι από το πρωινό της εξαφάνισής της. Ηταν Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009 και έγραφε πως είχε ξυπνήσει ξημερώματα από μια καταιγίδα. Είχε βάλει πλυντήριο, είχε πάρει πρωινό και ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη πρωινή βόλτα στη θάλασσα. Αυτόπτες μάρτυρες τη θυμούνται αργότερα να ψάχνει σε ένα μαγαζί για αποκριάτικη φορεσιά. «Ηταν γελαστή, όπως πάντα», θα πουν μεταγενέστερα στους δικούς της. Σε ένα καφέ θα συναντήσει μια συμπατριώτισσά της. «Μήπως είδες ένα πράσινο αυτοκίνητο;» τη ρώτησε η Τζιν. «Νιώθω πως με ακολουθεί». Δεν φαινόταν, όμως, αναστατωμένη – μάλλον περίεργη για το εάν γνώριζε τον οδηγό. Το απόγευμα πήγε στο καφέ όπου δούλευε τα καλοκαιρία για να συζητήσουν. Θα ήταν η τρίτη σεζόν που θα δούλευε εκεί και ο Γιάννης Μαρκάκης, ο ιδιοκτήτης, ήταν ενθουσιασμένος που θα συνεργάζονταν ξανά. «Η Τζιν ήταν επαγγελματίας και πάντα με χαμόγελο», είπε στην «Κ». Εβαλε να πιουν ένα ποτήρι κρασί, αλλά, πριν καν τελειώσει, τον αποχαιρέτησε βιαστικά. «Φεύγοντας μου είπε πως έπρεπε να πάει στο Ηράκλειο», θυμάται.
Κανείς δεν ξέρει πώς έφθασε εκεί –εάν πήρε λεωφορείο ή εάν την πήγε κάποιος–, η ίδια δεν οδηγούσε. Στις 20.20 το ίδιο βράδυ, όμως, η Τζιν θα τηλεφωνήσει στον Πέτερ, έναν καλό της φίλο. Σύμφωνα με τον ίδιο, του είπε πως έπινε ένα ποτό με κάποιον που δεν μιλούσε αγγλικά, στο λιμάνι του Ηρακλείου. Θα του δώσει το τηλέφωνο και οι δύο άνδρες θα πουν μερικές κουβέντες στα ελληνικά. Ακουγόταν συνομήλικός της, του είπε πως είναι από τις Γούβες και πως του άρεσε η Τζιν. «Να την προσέχεις», θα του πει ο Πέτερ και θα το κλείσουν. Τίποτα δεν του έκανε εντύπωση σε εκείνο το τηλεφώνημα. Στις 20.50, όμως, θα λάβει ένα μήνυμα που θα τον αναστατώσει: «Βοήθεια», του γράφει η Τζιν.
Οταν της μίλησε ξανά, εκείνη τον διαβεβαίωσε πως όλα ήταν καλά. Ο Πέτερ θεωρεί πως ίσως του ζητούσε βοήθεια, γιατί η επικοινωνία λόγω γλώσσας ήταν δύσκολη.
Την καληνυχτίζει, πέφτει για ύπνο, αλλά ξυπνώντας το επόμενο πρωί βρίσκει μια αναπάντητη κλήση της. Της τηλεφωνεί, όμως δεν παίρνει απάντηση. Οταν δεν εμφανίζεται στο σπίτι του μικρού παιδιού που φρόντιζε, ανησυχούν και επικοινωνούν αμέσως με την αστυνομία. «Είναι πάντα τυπική, ακόμα και εάν κάτι της είχε τύχει, θα ειδοποιούσε», τους εξηγούν. Ενημερώνονται οι γιοι της και παίρνουν την πρώτη πτήση για Ηράκλειο. Μαζί με φίλους ξεκινούν την αναζήτηση.
Ο επίλογος
Τέσσερις ημέρες αργότερα εντοπίζεται το πτώμα μιας γυναίκας στο λιμάνι του Ηρακλείου. Η πρώτη εκτίμηση, όμως, ήταν πως επρόκειτο για μια γυναίκα πολύ νεότερη, που βρισκόταν στο νερό για τουλάχιστον 40 ημέρες.
Ανακουφίζονται, παρ’ όλα αυτά τους ζητούν να πάνε στο νεκροτομείο. «Μόλις είδαμε τα ρούχα, παγώσαμε. Αμέσως καταλάβαμε πως ήταν της μητέρας μας», θυμάται ο Μάικλ. Το σώμα της ήταν σε πλήρη αποσύνθεση, είχε αμέτρητα χτυπήματα και μελανιές. Ο ιατροδικαστής θεωρεί αρχικά πως ο θάνατός της προήλθε από πνιγμό. Η οικογένεια δεν πείθεται. Εννέα μήνες αργότερα, ο ιατροδικαστής βγάζει μια συμπληρωματική, τελική αναφορά και καταλήγει πως πράγματι, η Τζιν είχε πεθάνει πριν εισέλθει στο νερό.
Το Λιμενικό, που αναλαμβάνει αρχικά την έρευνα, δεν καταφέρνει να εντοπίσει τον άγνωστο άνδρα που ήταν μαζί της πριν από την εξαφάνιση, θεωρεί όμως πως έχει βρει δύο άλλους υπόπτους – τον Πέτερ, που της είχε μιλήσει εκείνο το βράδυ, και έναν ακόμη φίλο της από τις Γούβες, ο οποίος είχε πέσει αρχικά σε αντιφάσεις. Η έρευνα –παρότι υπάρχουν διάφορα σενάρια που δεν εξετάζονται σε βάθος– σταματάει. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, χωρίς πραγματικά επιβαρυντικά στοιχεία για τους δύο αυτούς υπόπτους, η υπόθεση, που πλέον θεωρείται ανθρωποκτονία, μπαίνει στο αρχείο. Ολοι καταλαβαίνουν πως έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, αλλά η οικογένεια επιμένει. Αναλαμβάνει ένας νέος δικηγόρος, ο Απόστολος Ξυριτάκης, ο οποίος μελετάει τη δικογραφία και μαζί με την οικογένεια συντάσσει μια λίστα με τα αναπάντητα ερωτήματα. Μεταφράζουν το ημερολόγιό της και εκεί πλέον καταλαβαίνουν πως υπάρχουν στοιχεία που ίσως κρύβουν μυστικά και δεν έχουν ερευνηθεί.
Ο επίμονος άνδρας και το κοινό μυστικό
Στο ημερολόγιό της η Τζιν, μεταξύ άλλων, αναφέρεται σε έναν άνδρα που, σύμφωνα με την ίδια, την πολιορκούσε. Εμφανιζόταν στο σπίτι της ακάλεστος και επέμενε να βγουν παρά τη δική της άρνηση. Οταν ο φάκελος ξανανοίγει το 2014, αναλαμβάνει η Αστυνομία και όχι το Λιμενικό. Εξετάζεται ο εν λόγω άνδρας, αλλά και αυτή τη φορά οι έρευνες δεν καταλήγουν κάπου. Ο φάκελος ξαναμπαίνει στο αρχείο αγνώστων δραστών. Το ίδιο θα συμβεί το 2016.
Η οικογένεια αρνείται να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Συμμετέχουν σε ένα αγγλικό ντοκιμαντέρ που κάνει λεπτομερή αναφορά στις έρευνες. Μετά την προβολή, ο Μάικλ δέχεται πολλά τηλεφωνήματα από την Κρήτη. Το ντοκιμαντέρ έχει ξυπνήσει μνήμες αλλά και ερωτήματα: «Μα, είναι δυνατόν η αστυνομία να μην έχει εξετάσει αυτό το σενάριο;» τον ρώτησε μια καλή φίλη της Τζιν δίνοντάς του ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για ένα «μυστικό» που όλοι γνώριζαν στις Γούβες – μια ιδιαίτερα περίπλοκη σχέση που επίσης αναφέρεται στο ημερολόγιο, όμως ουδέποτε είχε εξεταστεί.
Ο δικηγόρος μάζεψε όσα νέα στοιχεία υπήρχαν και πήγε στον εισαγγελέα. Εκείνος, ακούγοντάς τα, έδωσε αμέσως εντολή να ανασυρθεί από το αρχείο η υπόθεση και να ξεκινήσει εκ νέου ανάκριση. «Πολλοί μας έλεγαν πως πρέπει να βάλουμε μια τελεία. Να προχωρήσουμε με τις ζωές μας. Δεν είναι ότι δεν προχωρούμε, αλλά η μητέρα μας ήταν η ζωή μας. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε να ξεχάσουμε το τι της συνέβη», εξηγεί ο Μάικλ. Τη Δευτέρα 26 Αυγούστου το μεσημέρι θα δώσει μια συνέντευξη Τύπου στο λιμάνι του Ηρακλείου, ελπίζοντας πως κάποιος, έστω και δέκα χρόνια αργότερα, θα μιλήσει για εκείνη τη μοιραία νύχτα. Ξέρει καλά πως ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ