Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑΚΗ Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέα.
(Αναδημοσιεύεται από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 5ης Ιουνίου 2011)
Την προσοχή του υπογράφοντος προκαλεί από παλιά ένα ιδιότυπο ελληνικό φαινόμενο. Εννοώ τα ακαλαίσθητα σίδερα που προεξέχουν από την κορυφή και τις πλευρές οικοδομών. Στον κόσμο αλλά και τους μηχανικούς είναι γνωστά ως οι περίφημες «αναμονές».
Οχι άδικα: Διότι σηματοδοτούν την ακλόνητη αναμονή ότι κάποτε θα επιτραπεί -εις βάρος του περιβάλλοντος- ένας παραπάνω όροφος στη δόμηση της περιοχής· ή ότι σε κάποια προεκλογική περίοδο η επέκταση, που είναι παράνομη, θα γίνει απρόσκοπτα. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που στον ιδιοκτήτη απλώς εξέλιπαν τα χρήματα για την περαίωση της οικοδομής, όχι όμως και η ελπίδα. Οταν μάλιστα -πράγμα σύνηθες- η οικοδομή είναι εξαρχής αυθαίρετη, τα μετέωρα σίδερα δηλώνουν την απόφαση να ολοκληρωθεί πάση θυσία η παρανομία.
Στις «αναμονές» λοιπόν συμπυκνώνεται, με τρόπο εντυπωσιακό, η οικιστική μας πραγματικότητα. Το γεγονός ότι οι Ελληνες επέτυχαν να έχουν το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη είναι ασφαλώς αξιοσημείωτο. Ελάχιστα όμως μπορούν να υπερηφανεύονται για την τήρηση των πολεοδομικών κανόνων, την αισθητική ή τον σεβασμό του περιβάλλοντος. Το αντίθετο μάλιστα: Η μοναδική ομορφιά του τόπου και το κλίμα του λες και προκαλούν όλες τις δυνάμεις του κακού. Ετσι, στις πόλεις, σε κατάφυτες πλαγιές ή σε μαγευτικές παραλίες, οικοδομές κάθε είδους έχουν αλλοιώσει το τοπίο και διαψεύδουν με την ασχήμια τους τον εύκολο φραστικό μας πατριωτισμό. Ως να μην έφθανε μάλιστα αυτό, η τουριστική «ανάπτυξη», που παρουσίασε τις τελευταίες δεκαετίες μια παράλογη έξαρση, δεν υπάκουε σε κανόνες ή όρια. Ολοκλήρωσε έτσι την εικόνα ενός τόπου που είχε αφεθεί ανυπεράσπιστος στη βουλιμία και στην οικιστική εκμετάλλευση.
Οι «αναμονές», λοιπόν, που προεξέχουν σε ολοκληρωμένες ή ημιτελείς οικοδομές, εκφράζουν τον γενικότερο οικοδομικό μας παραλογισμό. Γι’ αυτό και απαντώνται σε κάθε γωνία της ελληνικής επικράτειας: Σε μεγάλες πόλεις και σε χωριά, σε απομονωμένες αλλά και τουριστικές περιοχές. Δεν λείπουν ακόμα οι «αναμονές» και από τα νησιά του Αιγαίου -όπως η φωτογραφία- που έχουν σφραγισθεί από ανεκτίμητα δείγματα αρχιτεκτονικής ομορφιάς.
Τα ακαλαίσθητα ωστόσο σίδερα, που λογχίζουν ένα ουρανό φωτεινό και καθάριο, εκφράζουν φοβούμαι βαθύτερα την μοίρα του τόπου. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που επιχειρείται μια οικιστική ή πολεοδομική αναμόρφωση, σφοδρές είναι οι αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου, αλλά και των ίδιων των πολιτών. Είναι επίσης γνωστό ότι η «νομιμοποίηση» των αυθαιρέτων -ένας ενδιαφέρων νεολογισμός- περιφέρεται από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και από υπουργό σε υπουργό. Με αυτόν τον τρόπο, οι διαρκείς «αναμονές» κάποιας λύσεως οδηγούν σε νέες παρανομίες. Ενώ τα σίδερα, που προεξέχουν από παντού, έχουν σκουριάσει από την πολυκαιρία και τις βροχές.
Οι «αναμονές» λοιπόν απετέλεσαν το σύμπτωμα μιας χρόνιας ελληνικής ασθένειας. Ενώ ασφαλώς υπήρξαν ορισμένες αναλαμπές -η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες- η ίδια η Ελλάδα έμοιαζε να σκουριάζει χάρις στο πελατειακό πολιτικό της σύστημα και την αδυναμία της να εκσυγχρονισθεί.
Υπήρχαν όμως πάντα και οι άλλες, πολυκαιρισμένες Αναμονές. Δεν λογχίζουν αυτές τον ουρανό, αλλά την ψυχή και τα όνειρά μας. Καθώς μάλιστα τον τελευταίο καιρό η χώρα παραπαίει και οδηγείται από ταπείνωση σε ταπείνωση, οι Αναμονές ταυτίζονται με το ίδιο της το μέλλον. Λέγεται, μάλιστα, στους κύκλους των μυημένων, ότι οι Αναμονές εκφράζουν την παράλληλη Ελλάδα: Εκείνη, δηλαδή, που όσο θυμόμαστε την ιστορία μας, έμαθε να αντιτίθεται στην Ελλάδα της ευκολίας και των κενών λόγων. Η παράλληλη Ελλάδα έχει εκπροσώπους, σπάνια όμως αποκτά εξουσία· διαθέτει ήθος, που ωστόσο είναι δύσκολο να αποτυπωθεί σε κανόνες· δεν ανεμίζει κομματικούς φανατισμούς, έχει όμως μια συνεχή εγρήγορση για το καλό του τόπου. Σε αυτή την προοπτική εστιάζουν οι Αναμονές της παράλληλης Ελλάδας.
Οσο για την σύνθεσή της, ούτε εκεί υπάρχουν αυστηροί κανόνες. Θα έλεγα ότι την παράλληλη Ελλάδα συνιστούν άνθρωποι ή αιχμές ανθρώπων, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και πείσμα. Η παρουσία τους είναι ορατή, και συχνά εκθαμβωτική: Σε δημιουργίες της τέχνης αλλά και στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας, σε ένα πανεπιστήμιο αλλά και σε κάποιο πολιτιστικό σύλλογο της επαρχίας, σε μια δημόσια υπηρεσία αλλά και στους γιατρούς ενός νοσοκομείου, στις μάχες, τις συχνά μάταιες, για το περιβάλλον ή την ποιότητα της ζωής. Σε αντίθεση με τις μικρές «αναμονές», οι δικές τους αναμονές -οι Αναμονές- προσδοκούν μια Ελλάδα που θα αποτελείται από πραγματικούς πολίτες και δεν θα διαψεύδει κάθε μέρα τις προοπτικές της.
Αισθάνομαι ότι οι αναγνώστες προβάλλουν ήδη μια νόμιμη ένσταση: Οτι στο κρίσιμο -ίσως και εφιαλτικό- σταυροδρόμι που βρίσκεται σήμερα η χώρα, τα παραπάνω ηχούν παράδοξα, κάπως θεωρητικά.
Δεν είναι όμως έτσι. Οι σκουριασμένες «αναμονές», σε πόλεις και σε αιγιαλούς, δηλώνουν σε μικρογραφία το είδος της ανάπτυξης, που ακολουθούσε η χώρα. Πρόχειρο, σπασμωδικό, στηριγμένο σε παρανομίες ή στις πελατειακές σχέσεις, που ανθούσαν και κατέτρωγαν αξίες και όνειρα. Ο κομματισμός κυριαρχούσε, τα μεγάλα λόγια αντικαθιστούσαν τις πράξεις. Είχαμε γίνει κι εμείς «θεατές των λόγων και ακροατές των έργων», όπως έλεγε για τους συγχρόνους του ο Θουκυδίδης.
Τώρα όμως, οι ψευδαισθήσεις τέλειωσαν, το σκηνικό κατέρρευσε με γδούπο. Ο πολιτικός κόσμος, που είχε στήσει με επιμέλεια αυτό το σκηνικό, στέκεται αμήχανος, ανίκανος να αντιδράσει ή να παραδεχθεί την ενοχή του. Δεν ακούει καν τη βουή «των πλησιαζόντων γεγονότων».
Μέσα όμως στην απόγνωση ή τον πανικό, η Ελλάδα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα: Αργά αλλά σταθερά, κερδίζει την αυτογνωσία της. Πρώτα σιωπηλά· ύστερα σε μικρές παρέες, στα καφενεία ή τα σπίτια· τελευταία στις πλατείες των πόλεων, όπου οι δυνατές, ετερόκλητες φωνές έχουν ωστόσο μια κοινή συνισταμένη. Είναι η συνείδηση για τον ολισθηρό δρόμο που ακολουθούσε η χώρα και τον εντοπισμό των ευθυνών στην κορυφή της πυραμίδας. Εκεί εστίαζε ένα πολιτικό σύστημα με πολλές παραφυάδες, που επιδίωκε κυρίως τη δική του επιβίωση και θυσίαζε χωρίς αιδώ αρχές και αξίες. Δεν μπορεί ασφαλώς να αμφισβητηθεί ότι το κλίμα αυτό διαχεόταν και προς τη βάση της πυραμίδας. Στη βάση, ωστόσο, οι ευθύνες, όπου υπήρχαν, είναι πολύ μικρότερες. Είναι ευθύνες εξ ανακλάσεως. Επειδή όμως στη βάση συγκεντρώνονται τώρα τα θύματα και οι νέοι άνθρωποι, η πικρία είναι δίκαιη και η οργή μεγάλη.
Ενα είναι βέβαιο: Οτι το μέλλον δεν θα μοιάζει καθόλου με το παρελθόν. Θα έχει άλλους πρωταγωνιστές κι άλλη προϊστορία. Υπάρχει λοιπόν η ελπίδα ότι αυτό το μέλλον θα μπορέσει να εκφράσει κάποιες από τις Αναμονές, που φωλιάζουν χρόνια τώρα στις ψυχές μας.