Του Θανάση Παπαθανασίου,
Το 2008, τη χρονιά που σημάδεψε το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και σήμανε την επέλαση του Νεοφιλελευθερισμού, ο Ραφαέλε Σιμόνε [Raffaele Simone] δημοσίευσε το βιβλίο του «Το μειλίχιο τέρας. Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά» («Il Mostro Mite: Perché l’ Occidente non va a sinistra»).
[1]
Ο Σιμόνε έθεσε ένα καίριο ερώτημα, το οποίο συνεχίζει να είναι εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα: Η αναζωογονημένη Δεξιά φαίνεται να γοητεύει τη Δύση, εμφανιζόμενη ανελέητα ρεαλιστική και ταιριαστή με την ανθρώπινη φύση, η οποία διψά για δύναμη και απεριόριστη ατομική κυριαρχία. Η Αριστερά εμφανίζεται όχι μόνο να έχει χάσει τη δυναμική της, αλλά και να διέρχεται μια σοβαρή κρίση ταυτότητας. Πολλά από τα παραδοσιακά της συνθήματα φαίνονται σήμερα εξωπραγματικά, αν όχι εντελώς επιζήμια για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Πριν από μερικές δεκαετίες, η Αριστερά απολάμβανε ένα συντριπτικό ηθικό πλεονέκτημα: αποκήρυττε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, απέρριπτε μια προδήλως σάπια παγκόσμια τάξη και αξίωνε έναν δίκαιο κόσμο, όπου κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να αναπτύξει την πλήρη ανθρωποσύνη του ελεύθερος από τα δεσμά της αλλοτρίωσης, τα οποία επέβαλλε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Τώρα όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το αξίωμα του αυτοπεριορισμού χάριν της αλληλεγγύης, μαζί με την παραχώρηση προτεραιότητας στο κοινωνικό, σήμερα φαντάζει σκέτη τρέλα. Η Αριστερά επικρίνεται άγρια ως «αφύσικη», αφού αντιτίθεται σε αυτό που παρουσιάζεται ως η ατμομηχανή της επιτυχίας: στον εγωισμό! Ο «ταλαντούχος εγωιστής» (δηλαδή το άτομο το οποίο είναι προικισμένο από τη φύση, έχει επίγνωση των χαρισμάτων του και γι’ αυτό απαιτεί προνομιακές αμοιβές) ισχυρίζεται ότι η ανισότητα ωφελεί την οικονομική αποδοτικότητα.
[2]
Ζούμε την αναζωπύρωση του νατουραλισμού […]. Στα μάτια πολλών, η σύγκρουση είναι μεταξύ ρεαλισμού (ευφημισμός του νατουραλισμού) και ουτοπισμού και, αναπόφευκτα, ο ρεαλισμός παρουσιάζεται λογικότερος.
Αυτή η εξημμένη πολιτική αντιπαράθεση φέρνει στο προσκήνιο μείζονα ανθρωπολογικά ερωτήματα. Εφόσον η κυρίαρχη θέση ταυτίζει την φυσική τάξη με τον εγωισμό, η τρέχουσα δυσκολία των αριστερών οραμάτων μοιάζει ανάλογη με τη δυσκολία που έχουν πολλοί στο να δεχτούν το θεμελιωδώς αντι-εγωιστικό μήνυμα του χριστιανικού Ευαγγελίου. Σήμερα βέβαια είναι της μόδας να μιλάς για αγάπη, για ένα συναίσθημα που μοιάζει καταρχήν αντι-εγωιστικό. Οι διαφημίσεις εξυμνούν την αγάπη, το δε μάρκετινγκ εμποτίζει τον καταναλωτισμό με εκκλήσεις για αγάπη. Αυτό, ωστόσο, είναι μια «αγάπη» επιφανειακή, μεταμφιεσμένος ναρκισσισμός, ένα βολικό μασκάρεμα της απληστίας. Η χριστιανική θυσιαστική αγάπη (το να θυσιάζεσαι για άλλον· όχι το να θυσιάζεις άλλον) είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Είναι κάτι τελικά ανυπόφορο για τους νατουραλιστές που αποθεώνουν τον κοινωνικό Δαρβινισμό.
Δύο χριστιανικά αξιώματα: η πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν είναι αυτοαναφορικός (αλλά σχετίζεται με μια ριζικά διαφορετική ύπαρξη, τον Θεό), και η αξιολόγηση της αγάπης ως του ύψιστου κριτηρίου, θέτουν τις παραμέτρους για την πολιτική οπτική των Χριστιανών, μια οπτική η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι πιο ριζοσπαστική από πολλές αριστερές προτάσεις για μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Τα δύο αυτά αξιώματα είναι η βάση για την ακρότατη καινοτομία την οποία ο Θεός υπόσχεται και για την οποία ο ίδιος εργάζεται: για τη μεταμόρφωση του κόσμου σε αυτό που στο παραδοσιακό λεξιλόγιο λέγεται «Βασιλεία του Θεού», και σημαίνει τη μετάβαση του κόσμου σε έναν τρόπο ύπαρξης που δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα.
Όλοι οι Χριστιανοί προφανώς προσυπογράφουν αυτή την εσχατολογική διδασκαλία, αλλά αυτό δεν οδηγεί όλους στα ίδια συμπεράσματα και στις ίδιες καθημερινές στάσεις ζωής. Για μερικούς η Βασιλεία συνεπάγεται μια εξουσιαστική διακυβέρνηση επί γης (αντανάκλαση της ουράνιας ιεραρχίας, με τον κάθε λογής μονάρχη ως αντιπρόσωπο του Θεού. Για άλλους όμως (στους οποίους συγκαταλέγω και τον εαυτό μου) σηματοδοτεί μια απομάκρυνση από την εξουσιαστικότητα, και χορήγηση έμφασης στον κοινωνικό χαρακτήρα της Τριάδας. Επιπλέον, για μερικούς η αντανάκλαση του ουρανού επί γης σημαίνει μια αμετάβλητη τάξη (ένα είδος ιστορικοποιημένης εσχατολογίας), ενώ για άλλους (στους οποίους συγκαταλέγω και τον εαυτό μου) καμία τάξη δεν είναι αμετάβλητη, αφού η πραγματική αιωνιότητα ανήκει μόνο στη μελλοντική, μεταϊστορική Βασιλεία. Σχηματοποιώντας αυτές τις θέσεις, θα έλεγα ότι η πρώτη αποστρέφεται την αλλαγή και την επανάσταση, ενώ η δεύτερη τις καλωσορίζει, καλωσορίζοντας τη σημασία της ανθρώπινης πράξης […]. Ο Στάνλεϊ Xόργουας [Stanley Hauerwas] έχει διατυπώσει την απλή και διαυγή αλήθεια: «Κάθε θεολογία αντανακλά μια πολιτική, είτε το αναγνωρίζει κανείς αυτό είτε όχι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο: τι
είδους πολιτική συνάγεται από τη θεολογία».
[3]
Το ερώτημα αυτό δεν είναι διόλου ρητορικό. Απαιτεί σοβαρό στοχασμό πάνω στο ποια είναι τα κριτήρια που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά του χριστιανικού Ευ-αγγελίου. Χωρίς αυτά τα κριτήρια, το έργο της ερμηνείας εκφυλίζεται σε υποκειμενισμούς δίχως κοινό έδαφος. Η έννοια των κριτηρίων μας βοηθά να εξετάσουμε την πιστότητα των Χριστιανών στον Κύριό τους σε έναν κόσμο που αλλάζει αδιάκοπα, δηλαδή σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε ένταση μεταξύ του «ήδη» και του «όχι ακόμη», μεταξύ της ιστορικής δράσης του Χριστού και της ολοκλήρωσης της εσχατολογικής Βασιλείας. Δεν μπορεί να επιδιώκονται μόνιμες διευθετήσεις όσο η ιστορία διαρκεί. Μόνο πρόσκαιρες (σε συνάρτηση με την ιστορική συγκυρία) διευθετήσεις, οι οποίες όμως χρειάζεται να αντανακλούν τα κριτήρια του Ευ-αγγελίου όσο γίνεται περισσότερο.
Η θυσιαστική αγάπη αποκλείει τον τρομοκρατικό ζήλο, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε είδος αυταρχικής διακυβέρνησης, είτε καθαρά κοσμικής είτε θρησκευτικά εμπνευσμένης, πρέπει να αμφισβητείται αποφασιστικά με βάση τα ευ-αγγελικά κριτήρια. Η θυσιαστική αγάπη είναι η διαφορά μεταξύ του χριστιανικού αντι-εγωισμού και άλλων ειδών αντι-εγωισμού, όπως για παράδειγμα της αγάπης που βασίζεται στην ανταπόδοση. Η θυσιαστική αγάπη είναι πάντα σκάνδαλο.
Φρονώ ότι το Ευαγγέλιο προδιατύπωσε την έννοια της «διαρκούς επανάστασης», η οποία σχετίζεται με τον Λέοντα Τρότσκυ των αρχών του 20ού αιώνα (μολονότι με διαφορετικό περιεχόμενο). Η χριστιανική πίστη συνεπάγεται έναν τρόπο ζωής ο οποίος αμφισβητεί την τάξη, τόσο την αντιδραστική όσο και την επαναστατική. Αυτή την παράμετρο του Ευαγγελίου ο Τζον Καπούτο [John Caputo] την έχει εύστοχα ονομάσει «ιερή αναρχία», που σημαίνει ότι
στη Βασιλεία οι έσχατοι είναι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι, πράγμα που συνιστά ένα στρατηγικά αλλοιωμένο σύστημα χορήγησης προνομίων, έτσι ώστε το πλεονέκτημα να δίνεται όχι σε όμορφα Αθηναϊκά σώματα που δεξιώνονται αγάπη για τη σοφία, αλλά σε λεπρούς, κωφάλαλους, τυφλούς, επιληπτικούς και παράλυτους. Η εύνοια της Βασιλείας δεν δίνεται σε ανθρώπους της σύνεσης, της
αρετής ή σε ειδικούς της
φρόνησης, αλλά σε τελώνες και πόρνες, οι οποίοι και απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση σε αντιδιαστολή προς τους ακέραιους και τους καθωσπρέπει […]. Χωλοί περπατούν, λεπροί γιατρεύονται και οι νεκροί εγείρονται από τους τάφους τους. Όλες αυτές οι σωματικές μεταμορφώσεις αναπαριστούν μια προσωπική μεταμόρφωση η οποία καλύτερα ορίζεται ως
μετάνοια, ως απόκτηση καινούργιου νου και καινούργιας καρδιάς, σε συντονισμό με τον νέο τρόπο ύπαρξης, ο οποίος προκύπτει από το ότι ανήκεις στη Βασιλεία.
[4]
Αυτά που λέει ο Καπούτο δεν είναι, βεβαίως, καμιά νέα ανακάλυψη. Απλώς φέρνει στο προσκήνιο την καρδιά του Ευ-αγγελίου, η οποία υποτίθεται ότι είναι προφανής για όλους όσοι δηλώνουν Χριστιανοί. Και, παρόλο που το Ευαγγέλιο δεν ταυτίζεται με κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία, κοινωνικό σύστημα ή πολιτικό κόμμα, φυσικά και προσφέρει τον προσανατολισμό για πολιτικό οραματισμό και δράση. Η σύνταξη του Θεού με τη μεριά των φτωχών, η οποία σωστά τονίζεται από τη Θεολογία της Απελευθέρωσης, χρειάζεται να αναδιατυπωθεί ως σύνταξη με τη μεριά των περιθωριοποιημένων, δηλαδή όλων αυτών οι οποίοι υφίστανται τις διάφορες μορφές βίας στον κόσμο αυτό, και οι οποίοι κατηγοριοποιούνται βάσει κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων, και βέβαια όχι βάσει του ότι αποτελούν εικόνες του ίδιου του Χριστού, πράγμα που σημαίνει πρόσωπα με άπειρη αξία.
Δεκαεπτά αιώνες νωρίτερα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τόλμησε να τσακίσει την κατεστημένη αντίληψη κοινωνικής τάξης, και να κατεδαφίσει την παραμόρφωση της χριστιανικής ζωής σε σακραμενταλισμό. Διακήρυξε ότι οι φτωχοί στα σκοτεινά σοκάκια είναι ζώσες Άγιες Τράπεζες, πολυτιμότερες από τις πέτρινες των ναών.
[5] Οι Χριστιανοί έχουν την ελευθερία να αναλαμβάνουν ή να μην αναλαμβάνουν δράσεις αλληλεγγύης, δεν έχουν όμως την ελευθερία να παραμένουν Χριστιανοί, αν δεν αναλαμβάνουν. Μ’ αυτή την φαινομενικά αντιφατική διατύπωση, θέλω να πω ότι η χριστιανική ταυτότητα δεν μπορεί να στρεβλώνεται σε μια θρησκευτικότητα α λα καρτ, η οποία προσπερνά τα «βαρύτερα του νόμου», τη δικαιοσύνη, τη συμπόνοια και την πιστότητα (Ματθ. 23:23). Αυτό δεν αποτελεί απλώς προτροπή για ατομική άσκηση φιλανθρωπίας, αλλά και για πολιτική με σκοπό την αλλαγή του συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι διάφοροι Πατέρες της Εκκλησίας παρακίνησαν σε αναμέτρηση με το κοινωνικό κακό και υποστήριξαν ότι η ελεημοσύνη είναι μάταιη ή και απατηλή όταν η εκμετάλλευση παραμένει η βάση της κοινωνίας και η αιτία του πλουτισμού του ευεργέτη […].
[6]
Φυσικά, η ομοιότητα μεταξύ της πολιτικής που εμπνέεται από το Ευαγγέλιο και της πολιτικής του κράτους προνοίας είναι φανερή. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τα μέτρα που σκαρφίζεται ο καπιταλισμός για στήριξη των φτωχών ή του περιβάλλοντος […]. Ωστόσο υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Τα μέτρα αυτά δεν χρειάζεται να θεμελιώνονται στην αγάπη, αλλά σε μια απρόσωπη έννοια δικαιοσύνης ή στον πόθο του καπιταλισμού να διασφαλίσει την ηγεμονία του αποτρέποντας την κοινωνική εξέγερση. Για τους Χριστιανούς όμως η αγάπη πρέπει να διαποτίσει τα πάντα, αλλιώς… όλα καταλήγουν σε συνηγορία του παλιού κόσμου. Για τους Χριστιανούς μόνο η θυσιαστική αγάπη, μια αγάπη που συγκρούεται με τη αδικία, μια αγάπη που δεν απαιτεί αμοιβαιότητα και κομματικά οφέλη, μια αγάπη ισχυρότερη από τον θάνατο (δηλαδή μια αγάπη που έχει σχέση με τον ίδιο τον Θεό, αλλιώς ο θάνατος –βιολογικός και πνευματικός– θα συνεχίσει να κυριαρχεί), μόνο αυτή η αγάπη μπορεί να δημιουργήσει μια προφητική (ή αναρχική, στη γλώσσα του Καπούτο) πολιτική, για έναν ριζικά νέο κόσμο.
O Θανάσης Παπαθανασίου είναι διδάκτορας Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη» και διδάσκει στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Πηγή: marginalia.gr