Είναι γνωστό πως πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν κατά καιρούς αντιβιοτικά για ασήμαντα συμπτώματα ασθένειας, όπως ο πονόλαιμος ή η καταρροή. Αυτό που λίγοι από εμάς συνειδητοποιούν όμως, είναι πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε δυνητικά να αποβεί μοιραίο για την ανθρωπότητα και μάλιστα στο άμεσο μέλλον.
Τα βακτήρια αναπτύσσουν αντοχή στα αντιβιοτικά φάρμακα σε μεγάλο βαθμό μέσα από μια φυσική εξελικτική διαδικασία, αποδεικνύοντας τη δαρβινική θεωρία της «επιβίωσης των ισχυρότερων». Καθώς η ιατρική κοινότητα αναπτύσσει φάρμακα για την καταπολέμηση μικροβίων, ορισμένα από αυτά, αναπόφευκτα ξεκλειδώνουν μηχανισμούς για να επιβιώσουν, παρά τις προσπάθειες της ανθρωπότητας να τα καταπολεμήσει. Όσα από αυτά επιβιώνουν, πολλαπλασιάζονται γρήγορα και με την πάροδο του χρόνου διαδίδονται, εξαπλώνονται και μολύνουν περισσότερους ανθρώπους. Καθώς οι γιατροί ανταποκρίνονται συνταγογραφώντας ισχυρότερα φάρμακα για την καταπολέμησή τους (ή οι ασθενείς λαμβάνουν από μόνοι τους, χωρίς ιατρική συνταγή), όλο και περισσότερα βακτήρια συνεχίζουν να εξελίσσονται και η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά ή αντιμικροβιακά φάρμακα εξακολουθεί να ενισχύεται.
Η αντίσταση στα αντιμικροβιακά και αντιβιοτικά φάρμακα έχει ήδη αρχίσει να απειλεί την καθημερινή αντιμετώπιση ακόμα και συνηθισμένων λοιμώξεων, που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν δεδομένη. Εάν τα μικρόβια γίνουν ανθεκτικά στα αντιμικροβιακά και αντιβιοτικά φάρμακα, επεμβάσεις, ακόμη και ρουτίνας της σύγχρονης ιατρικής, σύντομα θα καταστούν αδύνατες. Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση ενός πονόλαιμου μπορεί να γίνει δύσκολη και εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς ή καισαρικές τομές μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνες μέσα στα επόμενα χρόνια, επιστρέφοντάς μας επί της ουσίας στην εποχή πριν την ανακάλυψη των αντιβιοτικών.
Διάγραμμα για τη χρήση και την αντίσταση των αντιβιοτικών στην Ευρώπη.
Οι ειδήσεις σχετικά με την αυξανόμενη απειλή των υπερ-ιών (superbugs) τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συχνές. Τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρθηκαν πέρυσι στην αντιμικροβιακή αντίσταση ως μια «κρίση που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε». Επιπλέον, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανέπτυξε έναν κατάλογο των παθογόνων «κρίσιμης προτεραιότητας», ενώ έκθεση για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης, προειδοποιεί ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να κοστίζει 10 εκατομμύρια ζωές ετησίως έως το 2050, εάν οι καθημερινές λοιμώξεις και ασθένειες καταστούν σιγά σιγά μη ιάσιμες και η φαρμακευτική βιομηχανία δεν αναπτύξει επαρκή νέα αντιβιοτικά αρκετά σύντομα.
Όπως υπογραμμίζει το Foreign Policy, για να κατανοήσουμε καλύτερα πόσο οριακή είναι η κατάσταση σχετικά με τα αντιβιοτικά, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε το ζήτημα από οικονομική σκοπιά: Η ζήτηση για αντιβιοτικά ξεπερνά την προσφορά τους. Από την πλευρά της ζήτησης, η χρήση αντιβιοτικών έχει αυξηθεί εκθετικά. Η αύξηση του εισοδήματος και η βελτιωμένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη επέτρεψαν την ευρύτερη χρήση των αντιβιοτικών, όχι μόνο στον δυτικό κόσμο, αλλά και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η χρήση βέβαια των αντιβιοτικών είναι πολλές φορές περιττή (για παράδειγμα έναντι ιογενών λοιμώξεων) και υπερβολική (όπως η προληπτική χρήση τους στην κτηνοτροφία).
Μάλιστα το CDC, το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ, εκτιμούσε το 2016 ότι μία στις τρεις ιατρικές συνταγές για αντιβιοτικά στη χώρα είναι περιττή. Η εμφάνιση αντίστασης στα αντιβιοτικά συμβάλλει στην αύξηση της ζήτησής τους, επειδή οι γιατροί αναγκάζονται να συνταγογραφούν πιο δραστικά αντιβιοτικά σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από ανθεκτικά βακτήρια. Οι ασθένειες που θα μπορούσαν κάποτε να θεραπευτούν με δοσολογία πέντε ημερών και χρήση ενός μόνο φαρμάκου, απαιτούν πλέον πολλές εβδομάδες θεραπείας, με δύο ή τρία διαφορετικά αντιβιοτικά.
Από την πλευρά της προσφοράς, υπάρχουν δύο βασικά προβλήματα. Πρώτον, καθώς τα βακτήρια αναπτύσσουν αντίσταση στα υπάρχοντα αντιβιοτικά, ο αριθμός των αποτελεσματικών φαρμάκων στο οπλοστάσιο ενός τυπικού νοσοκομείου συρρικνώνεται. Τα συνηθισμένα αντιβιοτικά, όπως η πενικιλίνη, δεν είναι πλέον αποτελεσματικά κατά των ασθενειών που χρησιμοποιούνται για εύκολη θεραπεία, όπως η πνευμονία, η φυματίωση και η δυσεντερία.
Δεύτερον, ο ρυθμός ανάπτυξης νέων αντιβιοτικών έχει επιβραδυνθεί δραματικά. Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος των πόρων τους για την καταπολέμηση του καρκίνου και άλλων χρόνιων παθήσεων, που προσβάλλουν κυρίως τους ασθενείς στο δυτικό κόσμο και των οποίων οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν. Ασχολείται με άλλα λόγια με ασθένειες πολύ πιο προσοδοφόρες. Ενδεικτικά, η τελευταία νέα κατηγορία εμπορικών αντιβιοτικών αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’80.
Ευτυχώς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η ιατρική κοινότητα αρχίζουν πλέον να αναλαμβάνουν δράση. Για παράδειγμα, για να μειωθεί η σπατάλη των αντιβιοτικών, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαγόρευσε τη χρήση αντιβιοτικών ως αυξητικών παραγόντων στις ζωοτροφές το 2006. Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ ακολούθησε το 2017. Πολλές χώρες έχουν θεσπίσει αυστηρότερους κανονισμούς για τη μείωση της συνταγογράφησης αντιβιοτικών για ιογενείς λοιμώξεις, για τις οποίες είναι άχρηστα. Σε κάθε περίπτωση όμως, έως και το 50% των αντιβιοτικών παγκοσμίως μπορεί να διατίθεται και να διακινείται χωρίς ιατρικές συνταγές. Από την πλευρά της προσφοράς, οι βρετανικές και κινεζικές κυβερνήσεις δημιούργησαν ένα ερευνητικό ταμείο για να βοηθήσουν τις φαρμακευτικές εταιρείες να αναπτύξουν νέα αντιβιοτικά.
Το ίδρυμα “Access to Medicine” δημιούργησε ένα νέο σύστημα για να αξιολογήσει ποιες φαρμακευτικές εταιρείες προσπαθούν να βοηθήσουν, όχι μόνο στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, αλλά και στην αποτροπή της κατάχρησης των υπαρχόντων φαρμάκων. Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα δίκτυα διανομής και πωλήσεών τους, έτσι ώστε τα αντιβιοτικά να πωλούνται μόνο για την ενδεδειγμένη τους χρήση και όχι σε κτηνοτρόφους ή σε ανθρώπους που δεν διαθέτουν ιατρικές συνταγές. Θα μπορούσαν επίσης να εκπαιδεύσουν τους επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου με τους οποίους συνεργάζονται, ώστε να περιορίσουν την άσκοπη εμπορία και την προώθηση αντιβιοτικών και να αναπτύξουν εσωτερικά και συντονισμένα συστήματα για την παρακολούθηση των πωλήσεων και της χρήσης τους.
Όπως και η κλιματική αλλαγή, έτσι και η μάστιγα της αντίστασης στα αντιβιοτικά είναι ένα πρόβλημα που απαιτεί κάποια μορφή συντονισμένης, παγκόσμιας δράσης. Ο λόγος είναι απλός: Σε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορεί να πετάξει από τη Σαγκάη ή τη Βομβάη στη Νέα Υόρκη σε 15 ώρες, μεταφέροντας νέα ανθεκτικά μικρόβια, δεν αρκεί η λήψη μέτρων από ορισμένες χώρες.
Το Foreign Policy σημειώνει πως η πρόκληση της αντίστασης στα αντιβιοτικά έχει ομοιότητες με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν ορισμένα από τα μαθήματα που έχει πάρει η ανθρωπότητα από αυτόν τον αγώνα για να αντιμετωπίσουν καλύτερα το θέμα. Αν και η στάση των ΗΠΑ, μετά την άνοδο του Τραμπ, στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, δεν προκαλεί αισιοδοξία, το Foreign Policy εκτιμά πως απαιτείται μια συμφωνία αντίστοιχη με αυτή του Παρισιού για το κλίμα, ένα παγκόσμιο πλαίσιο που θα επιτρέπει στις χώρες να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής. “Με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί συγκεντρωθεί ένας ευρύς συνασπισμός φορέων και να ενθαρρυνθεί το ενδιαφέρον για την κοινή πρόκληση που έχουμε μπροστά μας”.
Πηγή: tvxs.gr