Την ανάγκη ενίσχυσης του πρωτογενούς τομέα και στήριξης αγροτών και κτηνοτρόφων υπογράμμισε ο Α’ Αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής Λασιθίου Γιάννης Πλακιωτάκης ανοίγοντας τις εργασίες της κοινής συνεδρίασης των Διαρκών Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Παραγωγής και Εμπορίου του κοινοβουλίου όπου εξετάστηκε η έκθεση του στρατηγικού διαλόγου για το μέλλον της γεωργίας της Ε.Ε. με την συμμετοχή του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κώστα Τσιάρα.
Ο κ. Πλακιωτάκης προεδρεύοντας της συνεδρίασης ανέφερε αρχικά πως “Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη στρατηγικού διαλόγου για το μέλλον της γεωργίας στην Ε.Ε., οδήγησε στη δημιουργία ενός φόρουμ στο οποίο συμμετείχαν 29 ενδιαφερόμενοι φορείς από τους ευρωπαϊκούς αγροδιατροφικούς τομείς, την κοινωνία των πολιτών, αγροτικές κοινότητες και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ενός φόρουμ, το οποίο από τον Ιανουάριο εργαζόταν με σκοπό τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης και κοινού οράματος για το μέλλον των αγροδιατροφικών συστημάτων στην ΕΕ. Η έκθεση που παρέδωσε το εν λόγω φόρουμ στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αυτή που θα μας απασχολήσει σήμερα” για να προσθέσει “Ενώ η σημασία της γεωργίας και της κτηνοτροφίας για την επισιτιστική ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης είναι αδιαμφισβήτητη, οι τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί είναι γνωστές και αυξάνονται καθημερινά, δυστυχώς και στη χώρα μας”.
Ο Α’ Αντιπρόεδρος της Βουλής σημείωσε πως “Η κλιματική αλλαγή, και τα ακραία φαινόμενα, η απώλεια βιοποικιλότητας, η ρύπανση, γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί παράγοντες, οι αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις, οι αλλαγές στις συνήθειες των καταναλωτών έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, στο οποίο καλείται να προσαρμοστεί ένας συνεχώς γηράσκων και συρρικνούμενος αγροτικός πληθυσμός. Οι μεγάλες ανισότητες μεταξύ περιφερειών και κρατών-μελών, η σταδιακή συρρίκνωση των μικρών καλλιεργειών προς όφελος των μεγάλων παραγωγικών μονάδων, η αύξηση του κόστους που συνεπάγεται η απαραίτητη πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό με τις εισαγωγές από τρίτες χώρες που δεν ακολουθούν τα αυστηρά πρότυπα που επιβάλλει η Ε.Ε. στους ευρωπαίους παραγωγούς, αποτρέπουν τη νέα γενιά από το να ασχοληθεί με τη γεωργία και συμβάλλουν στην ερήμωση των περιφερειών και τη διεύρυνση των ανισοτήτων”.
Παράλληλα, επισήμανε πως οι προκλήσεις καλούν την ηγεσία της Ε.Ε. να “χαράξει μία νέα πορεία, μια πορεία που οφείλει να αποτυπωθεί και στον σχεδιασμό της επόμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που θα ισχύσει για την περίοδο 2028-2035. Και είναι μεν θετικό ότι στην έκθεση αναγνωρίζεται η ανάγκη άμεσης δράσης, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργική παραγωγή, γίνονται οδυνηρά σαφείς καθημερινά, αλλά άλλο τόσο σαφές γίνεται και το γεγονός ότι εύκολες λύσεις, δυστυχώς δεν υπάρχουν. Οι τρέχουσες γεωργικές, επισιτιστικές και περιβαλλοντικές πολιτικές χαρακτηρίζονται από πολυάριθμες αντιφάσεις, διαρθρωτικές εντάσεις και μερικές φορές αντικρουόμενους στόχους. Αυτές οι αντιφάσεις αποκαλύπτουν την επείγουσα ανάγκη για συνεκτικές γεωργικές και περιβαλλοντικές πολιτικές για τα τρόφιμα, παρά τις προκλήσεις που αυτό συνεπάγεται. Η απαραίτητη ενίσχυση της θέσης των γεωργών στην αλυσίδα αξίας τροφίμων, προϋποθέτει, όπως επισημαίνει η έκθεση, τη λήψη μέτρων για να διασφαλιστεί ότι οι αγρότες μπορούν να λαμβάνουν αξιοπρεπή έσοδα από την αγορά και ότι δεν χρειάζεται να πωλούν συστηματικά τα προϊόντα τους κάτω από το κόστος παραγωγής. Απαιτεί όμως και ένα αποτελεσματικό, ισορροπημένο και αναλογικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, καθώς και αυστηροποίηση των ελέγχων στα σημεία εισόδου και αναθεώρηση των συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες”.
Ο κ. Πλακιωτάκης εξήγησε πως “Η ολιστική καταγραφή της απώλειας γεωργικού εισοδήματος που προκύπτει από την εφαρμογή των φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων, είναι ένα ακόμη θετικό στοιχείο της έκθεσης, αφού η βιωσιμότητα συνδέεται επί του παρόντος με πρότυπα που ορίζονται από διάφορους φορείς, οργανισμούς και ιδρύματα, τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς, καθιστώντας το σύστημα εξαιρετικά περίπλοκο. Εξαιρετικά σημαντική είναι, εξάλλου, η επισήμανση ότι απαιτείται η δημιουργία ενός συμπληρωματικού και προσωρινού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, εκτός της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, καθώς και μιας ειδικής πανευρωπαϊκής πλατφόρμας χρηματοδότησης, που θα υποστηρίζεται από τις αρχές της ΕΕ και τις εθνικές αρχές, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, η οποία θα διευκολύνει την πιστωτική προστασία, θα μειώσει το κόστος κεφαλαίου για τις ιδιωτικές τράπεζες και θα συμβάλλει στη μείωση των κινδύνων για τους αγρότες και τα αγροδιατροφικά προϊόντα επιχειρήσεις. Αυτά τα εργαλεία και οι μηχανισμοί, βέβαια, θα πρέπει να λειτουργούν ενισχυτικά στους πόρους της ΚΑΠ, που αποτελούν το κύριο μέσο χρηματοδότησης, και όχι να οδηγήσουν σε μείωση των κονδυλίων του πρώτου πυλώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ότι η στήριξη της γεωργίας και τη βιοοικονομίας θα αποτελέσει μία από τις βασικές προτεραιότητές του στο πλαίσιο του στρατηγικού χάρτη πορείας 2024-2027, μόνο θετική μπορεί χαρακτηριστεί”.
Τέλος, σημείωσε πως αποτελεί ενθαρρυντικό δείγμα “η επισήμανση ότι οι διαπραγματεύσεις με τα υπό ένταξη κράτη θα πρέπει να πραγματοποιούνται με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών, και να συνοδεύονται από μελέτες επιπτώσεων που θα επιφέρει η ένταξη, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ”.
Ο κ. Πλακιωτάκης προεδρεύοντας της συνεδρίασης ανέφερε αρχικά πως “Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έναρξη στρατηγικού διαλόγου για το μέλλον της γεωργίας στην Ε.Ε., οδήγησε στη δημιουργία ενός φόρουμ στο οποίο συμμετείχαν 29 ενδιαφερόμενοι φορείς από τους ευρωπαϊκούς αγροδιατροφικούς τομείς, την κοινωνία των πολιτών, αγροτικές κοινότητες και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Ενός φόρουμ, το οποίο από τον Ιανουάριο εργαζόταν με σκοπό τη διαμόρφωση κοινής αντίληψης και κοινού οράματος για το μέλλον των αγροδιατροφικών συστημάτων στην ΕΕ. Η έκθεση που παρέδωσε το εν λόγω φόρουμ στην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αυτή που θα μας απασχολήσει σήμερα” για να προσθέσει “Ενώ η σημασία της γεωργίας και της κτηνοτροφίας για την επισιτιστική ασφάλεια και τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης είναι αδιαμφισβήτητη, οι τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί είναι γνωστές και αυξάνονται καθημερινά, δυστυχώς και στη χώρα μας”.
Ο Α’ Αντιπρόεδρος της Βουλής σημείωσε πως “Η κλιματική αλλαγή, και τα ακραία φαινόμενα, η απώλεια βιοποικιλότητας, η ρύπανση, γεωπολιτικοί και γεωοικονομικοί παράγοντες, οι αλματώδεις τεχνολογικές εξελίξεις, οι αλλαγές στις συνήθειες των καταναλωτών έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, στο οποίο καλείται να προσαρμοστεί ένας συνεχώς γηράσκων και συρρικνούμενος αγροτικός πληθυσμός. Οι μεγάλες ανισότητες μεταξύ περιφερειών και κρατών-μελών, η σταδιακή συρρίκνωση των μικρών καλλιεργειών προς όφελος των μεγάλων παραγωγικών μονάδων, η αύξηση του κόστους που συνεπάγεται η απαραίτητη πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό με τις εισαγωγές από τρίτες χώρες που δεν ακολουθούν τα αυστηρά πρότυπα που επιβάλλει η Ε.Ε. στους ευρωπαίους παραγωγούς, αποτρέπουν τη νέα γενιά από το να ασχοληθεί με τη γεωργία και συμβάλλουν στην ερήμωση των περιφερειών και τη διεύρυνση των ανισοτήτων”.
Παράλληλα, επισήμανε πως οι προκλήσεις καλούν την ηγεσία της Ε.Ε. να “χαράξει μία νέα πορεία, μια πορεία που οφείλει να αποτυπωθεί και στον σχεδιασμό της επόμενης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, που θα ισχύσει για την περίοδο 2028-2035. Και είναι μεν θετικό ότι στην έκθεση αναγνωρίζεται η ανάγκη άμεσης δράσης, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργική παραγωγή, γίνονται οδυνηρά σαφείς καθημερινά, αλλά άλλο τόσο σαφές γίνεται και το γεγονός ότι εύκολες λύσεις, δυστυχώς δεν υπάρχουν. Οι τρέχουσες γεωργικές, επισιτιστικές και περιβαλλοντικές πολιτικές χαρακτηρίζονται από πολυάριθμες αντιφάσεις, διαρθρωτικές εντάσεις και μερικές φορές αντικρουόμενους στόχους. Αυτές οι αντιφάσεις αποκαλύπτουν την επείγουσα ανάγκη για συνεκτικές γεωργικές και περιβαλλοντικές πολιτικές για τα τρόφιμα, παρά τις προκλήσεις που αυτό συνεπάγεται. Η απαραίτητη ενίσχυση της θέσης των γεωργών στην αλυσίδα αξίας τροφίμων, προϋποθέτει, όπως επισημαίνει η έκθεση, τη λήψη μέτρων για να διασφαλιστεί ότι οι αγρότες μπορούν να λαμβάνουν αξιοπρεπή έσοδα από την αγορά και ότι δεν χρειάζεται να πωλούν συστηματικά τα προϊόντα τους κάτω από το κόστος παραγωγής. Απαιτεί όμως και ένα αποτελεσματικό, ισορροπημένο και αναλογικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, καθώς και αυστηροποίηση των ελέγχων στα σημεία εισόδου και αναθεώρηση των συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες”.
Ο κ. Πλακιωτάκης εξήγησε πως “Η ολιστική καταγραφή της απώλειας γεωργικού εισοδήματος που προκύπτει από την εφαρμογή των φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων, είναι ένα ακόμη θετικό στοιχείο της έκθεσης, αφού η βιωσιμότητα συνδέεται επί του παρόντος με πρότυπα που ορίζονται από διάφορους φορείς, οργανισμούς και ιδρύματα, τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς, καθιστώντας το σύστημα εξαιρετικά περίπλοκο. Εξαιρετικά σημαντική είναι, εξάλλου, η επισήμανση ότι απαιτείται η δημιουργία ενός συμπληρωματικού και προσωρινού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, εκτός της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, καθώς και μιας ειδικής πανευρωπαϊκής πλατφόρμας χρηματοδότησης, που θα υποστηρίζεται από τις αρχές της ΕΕ και τις εθνικές αρχές, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, η οποία θα διευκολύνει την πιστωτική προστασία, θα μειώσει το κόστος κεφαλαίου για τις ιδιωτικές τράπεζες και θα συμβάλλει στη μείωση των κινδύνων για τους αγρότες και τα αγροδιατροφικά προϊόντα επιχειρήσεις. Αυτά τα εργαλεία και οι μηχανισμοί, βέβαια, θα πρέπει να λειτουργούν ενισχυτικά στους πόρους της ΚΑΠ, που αποτελούν το κύριο μέσο χρηματοδότησης, και όχι να οδηγήσουν σε μείωση των κονδυλίων του πρώτου πυλώνα. Στο πλαίσιο αυτό, η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ότι η στήριξη της γεωργίας και τη βιοοικονομίας θα αποτελέσει μία από τις βασικές προτεραιότητές του στο πλαίσιο του στρατηγικού χάρτη πορείας 2024-2027, μόνο θετική μπορεί χαρακτηριστεί”.
Τέλος, σημείωσε πως αποτελεί ενθαρρυντικό δείγμα “η επισήμανση ότι οι διαπραγματεύσεις με τα υπό ένταξη κράτη θα πρέπει να πραγματοποιούνται με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών, και να συνοδεύονται από μελέτες επιπτώσεων που θα επιφέρει η ένταξη, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων της ΕΕ”.