Γ. Μπαμπινιώτης: «Να αλλάξουμε το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, χθες»

Ο καθηγητής γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών μιλά στο «ΒΗΜΑ» για την ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά κείμενα, αλλά και την ανάγκη ανάστασης του Λυκείου μέσα από την κατάργηση των Πανελληνίων.


Γεώργιος Μπαμπινιώτης ανήκει σ’ εκείνους τους τυχερούς που κατάφεραν να περάσουν στον κόσμο αυτό που οι ίδιοι αγάπησαν πολύ -εν προκειμένω, την ελληνική γλώσσα. Με αφετηρία τις σπουδές του στην Φιλολογία, ο μετέπειτα πανεπιστημιακός δάσκαλος εισήγαγε στην Ελλάδα την σύγχρονη Γλωσσολογία, την οποία και δίδαξε. Συγχρόνως ανέπτυξε και μια στενή σχέση με τα ζητήματα της παιδείας, με καίριες και ενίοτε ανατρεπτικές απόψεις για την εκπαίδευση. Κι όπως είναι φανερό, συνεχίζει με το ίδιο πάθος.

Πώς αγαπήσατε την ελληνική γλώσσα;

Ως μαθητής του παλιού εξαταξίου, στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, είχα φιλολόγους που μας ενέπνευσαν την αγάπη προς την γλώσσα και την αξία της ενασχόλησης με τη γλώσσα. Έτσι μπήκα μπροστά. Συνέλαβα, ως μια δυνατότητα μεγαλύτερης σχέσης με τη γλώσσα, να εκδώσω την εφημερίδα του σχολείου, «Το Μαθητικόν Σάλπισμα». Έγινα εκδότης -έγραφα το κύριο άρθρο, έπαιρνα συνεντεύξεις. Επίσης πρόσεχα τον λόγο μου στις εκθέσεις που διακρίνονταν και διαβάζονταν. Και ενώ ο πατέρας μου ήταν γιατρός και θα μπορούσα να είχα κατευθυνθεί στην ιατρική, ευτυχώς δεν πιέστηκα και κατευθύνθηκα εκεί που μου άρεσε, που έβλεπα ότι έχω μια έλξη. Χωρίς να γνωρίζω ότι υπάρχει η γλωσσολογία, μπήκα στη φιλολογία. Εκεί έμαθα για τη γλωσσολογία και βρήκα πια τον δρόμο μου μέσα απ’ αυτή την επιστήμη. Μου δόθηκε η δυνατότητα να βρεθώ στο εξωτερικό, στην Κολωνία, και εκεί να εισαχθώ στην σύγχρονη, τη μοντέρνα γλωσσολογία. Και γυρίζοντας πίσω στο Πανεπιστήμιο με τη σειρά μου εισήγαγα την σύγχρονη Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο, που ήταν μια άλλη προσέγγιση. Και προσείλκυσα μεγάλο πληθυσμό νέων ανθρώπων.

Είχατε αντιδράσεις; 

Την ευκαιρία μου την έδωσε ο δάσκαλός μου, ο Κουρμούλης. Είχε τη λεβεντιά ο παλιός καθηγητής της Γλωσσολογίας να κάθεται στην καρέκλα και να διδάσκω εγώ, να μ’ ακούει. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του’80 όταν εισήγαγα και δίδαξα αυτά τα μοντέρνα θέματα της Γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο. Άρεσε στους φοιτητές και δημιουργήθηκε κατεύθυνση που δεν υπήρχε. Επομένως όλα ξεκινούν απ’ το σχολείο. Εκεί πρέπει να εμπνεύσουμε στα παιδιά την αγάπη για τη γλώσσα. Ο δεύτερος καίριος χώρος είναι το Πανεπιστήμιο. Διότι δεν μπορείς ν’ ασκήσεις επιστήμη ερήμην της γλώσσας. Και βεβαίως ερχόμαστε μετά στην κοινωνία, στα μέσα ενημέρωσης -γιατί κι εκεί υπάρχουν μάστορες στην γλώσσα. Αλλά υπάρχει και πλήθος γραπτών, πρόχειρα, μειωμένης ποιότητας στην έκφραση και στην γλωσσική επικοινωνία γενικότερα. Άρα πρέπει κανείς ως άτομο, και το λέω ως δάσκαλος, γιατί πάντοτε δάσκαλος είμαι, αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουν ιδίως οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, είναι ότι αξίζει να επενδύσουν χρόνο και κόπο στη γλώσσα. Η σχέση μας με τη γλώσσα ξεκινάει απ’ την ημέρα της γέννησής μας, ίσως και νωρίτερα, μέσα στην κοιλιά της μητέρας και τελειώνει όταν αφήνουμε αυτό τον κόσμο, δηλαδή ένα έργο ζωής.

Πρόσφατα έχετε κινήσει το θέμα του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας της ελληνικής γλώσσας…

Πράγματι. Γιορτάζονται διάφορες γλώσσες κι η ελληνική είναι απλώς μια απόφαση κυβερνητική, δική μας, του ‘17. Και δεν έχει εγκριθεί, προωθηθεί για να είναι μια παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας, που εκ των πραγμάτων έχει συμβάλει μέσα απ’ τα κείμενα να είναι ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επομένως αυτή η γλώσσα έχει μια άλλη θέση στον ευρωπαϊκό κόσμο. Το έχει πει ωραία ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» ότι όταν μιλάμε για Ευρώπη εννοούμε το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, την ρωμαϊκή παράδοση και νομοθεσία και τον χριστιανισμό. Επομένως εκεί υπάρχει μια θέση του ελληνικού πνεύματος, αλλά το ελληνικό πνεύμα δεν είναι πνεύμα στον αέρα είναι κείμενα και τα κείμενα είναι γλώσσα, και γλώσσα σε συγκεκριμένο αλφάβητο, το ελληνικό, του οποίου μορφή είναι το λατινικό, απόγονος και απότοκος. Επομένως, η ελληνική γλώσσα έχει ποτίσει τις γλώσσες της Ευρώπης κι έχει υπάρξει το όχημα μεταφοράς του ελληνικού στοχασμού στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και, δια του ευρωπαϊκού,  ευρύτερα. Επομένως έχει μια ξεχωριστή θέση. Ε, αυτή η θέση πρέπει ν’ αναγνωριστεί σε μια παγκόσμια ημέρα, η οποία βέβαια πρέπει να εγκριθεί απ’ τον ΟΗΕ ή απ’ την UNESCO. Ώστε να εορτάζεται διεθνώς η ελληνική γλώσσα ως ένα τμήμα του πολιτισμού γενικότερα και της προόδου του ανθρώπου, του ανθρώπινου γένους.

Έγραψα ένα σχετικό άρθρο που το πήραν απ’ το  ΠΑΣΟΚ και το υιοθέτησαν ως ιδέα. Και ο κύριος Ανδρουλάκης το προώθησε, με υπογραφές όλων των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, στη Βουλή, στον κύριο Τασούλα, για να γίνει μια πρόταση απ’ το ελληνικό κοινοβούλιο. Και νομίζω ότι θα προχωρήσει. «Παιδί» του Αβέρωφ, ο πρόεδρος της Βουλής έχει μια καλλιέργεια γενικότερη αλλά και μια αδυναμία στη γλώσσα. Είμαι βέβαιος ότι θα το υιοθετήσει και θα το προωθήσει στη Βουλή, όσο εξαρτάται από εκείνον.

Όπως και το θέμα της επιστροφής των κλασικών γραμμάτων στα σχολεία της Ευρώπης…

Κάποτε στην Ευρώπη μάς ήξεραν όλοι γιατί στα σχολεία της Ευρώπης διδάσκονταν τα κλασικά γράμματα, ελληνική γλώσσα, ελληνικά κείμενα και λατινικά. Κι έχω πει ότι όπου βρισκόμουν ως εκπρόσωπος της Ελλάδος, θα με πλησίαζε πάντοτε ένας Γάλλος, ένας Άγγλος, ένας Ιταλός, ένας Νορβηγός να μου απαγγείλει ένα κομμάτι απ’ τον Όμηρο ή απ’ τον Θουκυδίδη. Και μάλιστα σε ερασμική προφορά. Και να είναι περήφανος ότι συναντάει έναν Έλληνα και του μιλάει για κάτι που ξέρει απ’ τον ελληνικό πολιτισμό. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα.

Πρώτον ότι γνώριζαν και σέβονταν την Ελλάδα ως την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και δεύτερον, ότι επειδή διδάσκονταν τα ελληνικά γράμματα στα σχολεία, χρειάζονταν οι δάσκαλοι που θα τα διδάξουν. Και τα Πανεπιστήμια είχαν δυνατά τμήματα ελληνικών σπουδών. Όταν καταργήθηκαν αυτά για να πάει η πληροφορική και άλλα μαθήματα, έπαψαν και να μας ξέρουν μέσα απ’ τα κείμενά μας. Και τα τμήματα των ελληνικών σπουδών υποχώρησαν, κλείνουν το ένα μετά το άλλο κι έχουν μείνει μόνο για κάποιους ανθρώπους που θα κάνουν πανεπιστημιακή σταδιοδρομία.

Επομένως πρέπει στα σχολεία της Ευρώπης να επανέλθουν αυτά για να ξαναβρούμε τις ρίζες μας και να ’χουμε έναν άλλο τρόπο σκέψεως μέσα από κείμενα τα οποία σφράγισαν τον πολιτισμό.

Πώς μπορεί μια χώρα να στηρίξει κάτι προς τα έξω, την γλώσσα εν προκειμένω, όταν δεν το στηρίζει προς τα μέσα;  

Υπήρξε μια αμφισβήτηση ένα διάστημα στο όνομα μάλιστα ενός προοδευτισμού και μιας ψευδο-αντίθεσης αρχαίου και νεότερου ελληνισμού, σαν να μην υπάρχει συνέχεια σ’ αυτό τον πολιτισμό και σαν να διακόπηκαν και να ’ναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Στην πραγματικότητα, αν χαρακτηρίζει κάτι τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα είναι η συνέχεια. Ενώ η αμφισβήτηση αυτή δεν υπάρχει πια, το ενδιαφέρον για τη γλώσσα πράγματι μπορεί να μην έχει το επιθυμητό επίπεδο. Δηλαδή ο πολύς κόσμος δεν βλέπει τη γλώσσα ως αξία, την βλέπει ως απλό εργαλείο, όχι ότι η γλώσσα υπάρχει για τη σκέψη μας, ότι οι λέξεις υπηρετούν τις έννοιες, άρα όσο ασχολείσαι με τη γλώσσα σε κόπο και σε χρόνο επενδύεις στις δυνατότητες και στην ποιότητα της σκέψης σου. Αυτό δεν έχει γίνει συνειδητό.

Κάποιοι θεωρούν ότι εντάξει τι είναι και να μιλήσεις καλύτερα ελληνικά, να χρησιμοποιήσεις περισσότερες λέξεις που διαφοροποιούν το νόημα και να το πεις και σωστά γραμματικά συντακτικά, αρκεί χονδρικά να επικοινωνήσεις, «να συνεννοηθούμε». Αυτό είναι μια παρεξήγηση. Είναι δηλαδή σαν να μην έχεις καταλάβει ποτέ την στενή σχέση της ανθρώπινης νόησης με την ανθρώπινη γλώσσα. Δεν υπάρχει καλλιέργεια νόησης χωρίς την ανθρώπινη γλώσσα. Η γλώσσα υπηρετεί τη σκέψη. Ό,τι κάνουμε για τη γλώσσα το κάνουμε για τη σκέψη. Αυτό πρέπει να περάσει γενικότερα στην εκπαίδευση, στην κοινωνία, και ως νοοτροπία.

Είναι πάντως εντυπωσιακό πόσο έχει φτωχύνει η γλώσσα στην επικοινωνία μας…

Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που θα το αποκαλούσα ακηδία της γλώσσας, έλλειψη ενδιαφέροντος. Δεν κηδόμεθα της γλώσσας. Και μάλλον την έχουμε αφήσει να πλησιάσει στο άλλο παράγωγο, στην κηδεία. Εγώ μιλάω λοιπόν για ακηδία, για το ενδιαφέρον που πρέπει να ξανά- αποκτηθεί στη σχέση μας ως ομιλητών της ελληνικής με την ελληνική γλώσσα. Πράγματι υπάρχει μια χαλάρωση, μια άλλη εκτίμηση και απ’ τον χώρο της πληροφορικής που έχει αλλάξει μορφές επικοινωνίας, το Διαδίκτυο επί παραδείγματι. Κι από μια μεταφορά στον χώρο της εικόνας που έχει μειώσει σ’ έναν πληθυσμό, ιδίως των νέων, τη σχέση και το ενδιαφέρουν τους με την γλώσσα. Υπάρχει γενικότερα αυτή η χαλάρωση σ’ όλες τις μορφές επικοινωνίας στον πολιτικό λόγο,  στον καθημερινό λόγο που θα διαβάσουμε ή θ’ ακούσουμε. Το θέμα είναι και ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, το πρώτο τραύμα είναι στην ποιότητα της γλώσσας, δηλαδή έχει χαμηλώσει η ποιότητα της γλώσσας στο επίπεδο της χρήσης.

Πρέπει λοιπόν ήδη απ’ το σχολείο να εμπνεύσουμε στα παιδιά την αγάπη για τη γλώσσα, αφού τους εξηγήσουμε και καταλάβουν και το νιώσουν ότι η γλώσσα δεν είναι κάποιες λέξεις και κάποιοι κανόνες και πως θα κλίνουμε ονόματα και ρήματα, αλλά ότι η γλώσσα είναι η ίδια η σκέψη μας.

Η γλώσσα είναι ένας οπλισμός, πολύτιμος, ιδίως στον χώρο της επιστήμης, ιδίως στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Δεν μπορείς εκεί να κινηθείς με άνεση, εάν δεν έχεις τον κατάλληλο γλωσσικό, δηλαδή εννοιολογικό, δηλαδή νοηματικό οπλισμό.

Πάμε στα σχολεία: Έχω την αίσθηση ότι έχουμε εγκαταλείψει το Λύκειο στα φροντιστήρια. Συμφωνείτε;

Δηλαδή πώς θα επιτύχουμε την ανάσταση, γιατί για ανάσταση μιλάω, του Λυκείου, το οποίο έχει απαξιωθεί παιδευτικά. Γιατί όλη η τοποθέτηση των μαθητών και των γονέων τους στο λύκειο είναι πώς θα μπουν τα παιδιά στο Πανεπιστήμιο. Έχει ακυρωθεί η πιο δυνατή βαθμίδα, 15-18 ετών, άρα μια ωριμότητα στη σκέψη. Γιατί πλέον τα παιδιά το μόνο που κοιτάνε είναι τα 4 αντικείμενα που θα δώσουν για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Πρέπει, να ’ναι το πρώτο που θα γίνει στην παιδεία, χωρίς καμία καθυστέρηση: Ν’ αλλάξουμε το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, χθες.

Είστε υπέρ της κατάργησης των Πανελληνίων…

Ναι, με την έννοια όχι ενός λαϊκισμού να κάνουμε τα πράγματα εύκολα, αλλά της ουσίας των πραγμάτων, δηλαδή να έχω μια εικόνα του υποψηφίου για το Πανεπιστήμιο. Πώς μπορεί αυτή η εικόνα να είναι αξιόπιστη και να δω τι έχει κάνει τα τρία τελευταία χρόνια της εκπαίδευσης; Τα παιδιά μας είναι 14 χρόνια στην εκπαίδευση. Λοιπόν αυτά τα τελευταία 3 χρόνια τί επίδοση έχει ο μαθητής, ποια είναι η εικόνα του ως προς την παιδεία, την εκπαίδευση, τη συγκρότηση. Και όχι ποια είναι η εικόνα του στο τρίωρο που θα βρεθεί να γράφει  υπό άγνωστες συνθήκες, άγχους, πίεσης, έκτακτου γεγονότος…

Το πρώτο που πρέπει να γίνει στην εκπαίδευση είναι να στηριχθούμε σε μεγάλο βαθμό στην επίδοση των μαθητών στο λύκειο και όλο αυτό να έχει αντικειμενικό χαρακτήρα -γιατί το σύστημα που έχουμε σήμερα είναι αδιάβλητο. Η αντικειμενικότητα της αξιολόγησης μπορεί να είναι αδιάβλητη με την Περίφημη Τράπεζα Θεμάτων, και για τα 3 χρόνια. Δεν πρέπει το μοναδικό κριτήριο να είναι η τρίωρη εξέταση, κάτι που είναι απάνθρωπο, γιατί αν αποτύχεις πρέπει να περιμένεις ένα χρόνο για να ξαναδώσεις. Είναι άδικο, γιατί δεν έχουμε ξεκινήσει όλοι με τις ίδιες προϋποθέσεις, και είναι και πανάκριβο, διότι πλέον η ελληνική οικογένεια πρέπει να βάλει σημαντικά ποσά στην παραπαιδεία.

Κάτι που γίνεται με τις ευλογίες του κράτους…

Πράγματι. Και επομένως έχεις ένα σχολείο όπου οι εκπαιδευτικοί έχουν απαξιωθεί εάν το αντικείμενό τους δεν έχει σχέση με τις εξετάσεις. Άρα το σχολείο δεν λειτουργεί. Και λειτουργεί ως ένα άτυπο φροντιστήριο, που όμως δεν είναι και αξιόπιστο, γιατί πηγαίνουν στην παραπαιδεία.

Και δεν βλέπω ν’ αντιδρά ο εκπαιδευτικός κόσμος όσο θα ’πρεπε. Έχει δεχθεί τη μοίρα του να είναι απαξιωμένος και κατηργημένος. Δεν μπορώ να καταλάβω ή να φανταστώ, επειδή ο ίδιος αισθάνομαι δάσκαλος, ότι θα μπω στην τάξη και δεν θα ’χω μια αποδοχή και μια απήχηση στο μάθημά μου. Και βεβαίως να περάσουμε και στον σεβασμό.

Ο νυν υπουργός Παιδείας, ο κύριος Πιερρακάκης, έχει στο μυαλό του μια θετική στάση στην ανάσταση του λυκείου, όπως τη λέω εγώ. Το θέμα είναι όμως πως και πότε αυτό θα προχωρήσει. Και θα ’πρεπε να υπάρχει μια διακομματική και υπερκομματική συμφωνία πορείας γι’ αυτά τα πράγματα. Γιατί έτσι μόνο μπορεί να ξεπεραστεί το πρόβλημα των αντιδράσεων και να βρεθεί λύση στο αυτονόητο, διότι αυτά είναι τα αυτονόητα.

Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Ποια είναι η θέση σας;

Το να κάνουμε κάποια πανεπιστήμια, μη κερδοσκοπικά ευτυχώς, κι όχι απλώς κερδοσκοπικά, ιδιωτικά, καλό θα ήταν, ιδίως αν ήταν ενός υψηλού επιπέδου. Ίσως να βρουν το δρόμο τους κάποια παιδιά και κάποιες μορφές επιστήμης, ειδικότητες, να υπάρξει ένας υγιής ανταγωνισμός και να μη φεύγουν τα παιδιά στο εξωτερικό κλπ.

Όμως η βάση της ανώτατης παιδείας στην Ευρώπη είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο. Πάντοτε τα παιδιά και οι οικογένειες θα θέλουν το παιδί τους να πάει σ’ ένα καλό δημόσιο πανεπιστήμιο. Θα κοιτάξει το άλλο, αν δεν μπορεί να μπει στο δημόσιο, ή αν το άλλο φτάσει να είναι ένα πολύ δυνατό πανεπιστήμιο που θα θέλουν να πάνε όλοι. Αυτό δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Και μάλιστα λέμε οι πανεπιστημιακοί ότι για να έχεις ένα γερό πανεπιστήμιο χρειάζονται τουλάχιστον 100 χρόνια. Όλα αυτά τα μεγάλα Πανεπιστήμια που ξέρετε δεν είναι χθεσινά.

Τα παιδιά επιλέγουν τελικά αυτό που θέλουν; Είναι η μόνη συνταγή επιτυχίας, σε ό,τι κάνεις, άρα και στο Πανεπιστήμιο που είναι μια δύσκολη προϋπόθεση: Ν’ αγαπάς αυτό που θέλεις να κάνεις. Και δεν μιλάω για απλή αγάπη, μιλάω για πάθος. Εάν καμιά φορά με ρωτούν και για μένα πως έχω καταφέρει κάποια πράγματα, λέω γιατί έχω ένα πάθος για τη γλώσσα, γι’ αυτό που κάνω δηλαδή -δεν είναι απλώς μια επιθυμία ή κάπως ν’ αναδειχθώ. Είναι ένα πάθος που έχω για τη γλώσσα και υπηρετώντας το έχεις μια ικανοποίηση ο ίδιος, που περνάει απ’ την ευτυχία στην ευδαιμονία. Ένα πάθος που θέλησα και το έβγαλα και το πέρασα στον κόσμο. Ξέρετε πολύ καλά και ως παλιά μαθήτριά μου ότι δεν έμεινα στο Πανεπιστήμιο κλειστός. Βγήκα και έκανα εκπομπές στην τηλεόραση, έγραφα στις εφημερίδες, αρθρογραφούσα στο «Βήμα», μίλαγα.

Και συνεχίζετε στο facebook

Μ’ ακολουθούν 56.000 άνθρωποι γιατί εγώ μιλάω για τη γλώσσα και για την παιδεία.

Το τρίγωνο σχολείο-μαθητής-γονέας έχει διαταραχθεί;

Όλη αυτή η μετακίνηση, για την είσοδο στα πανεπιστήμια, στη γνώση, την ξηρή και μάλιστα περασμένη μέσα και απ’ την πληροφορική, δεν έχει καμία σχέση με ήθος και ηθική, με αξίες, αρχές και κανόνες. Έπαψε ο δάσκαλος να λειτουργεί ως δάσκαλος και λειτουργεί ως διδάσκων, δηλαδή με επαγγελματική σχέση. Παλιότερα για τον δάσκαλο ήταν επιτυχία και το αισθανόταν και ο ίδιος ως επιτυχία να ’χει παιδιά διαμορφωμένα με αρχές, με ήθος, με μορφές ενδεικνυόμενης συμπεριφοράς. Τώρα ο δάσκαλος δεν μιλάει γι’ αυτά, ιδίως στην δευτεροβάθμια, γιατί μπορεί να θεωρηθεί συντηρητικός, ακραίος, δεξιός…

Ενώ θέλαμε να καταργηθεί ο φόβος του μαθητή προς το δάσκαλο, γιατί ο φόβος δεν είναι καλό πράγμα, τελικά πήραν τον φόβο απ’ τα παιδιά και τον πέταξαν στους δασκάλους. Και υπάρχει μια επιφυλακτικότητα απ’ την πλευρά του δασκάλου -τι, πότε και σε ποιους θα μιλήσει. Κι όλα αυτά, σκεφτείτε, ότι πρέπει να μπουν σε κανόνες και νόμους απ’ το Υπουργείο, για να μπορεί ένας δάσκαλος να βάλει μια τιμωρία ή να μπορεί να βάλει κάποιους κανόνες στο σχολείο. Είναι τεράστιο το βάρος που επωμίζονται σήμερα οι εκπαιδευτικοί, ιδίως οι ασκούντες διοίκηση. Εχει ξεχαστεί ότι ο χώρος παιδείας είναι ένας χώρος συνάντησης ψυχών, συνάντησης πνεύματος.

Σας απογοητεύει που κάποια απ’ αυτά που έχετε κατά καιρούς πετύχει, δεν έχουν περάσει πλήρως στην συνείδηση του κόσμου;

Είναι απογοήτευση αλλά ευτυχώς είναι μαζί και πρόκληση. Σκέπτομαι τι δεν πήγε καλά, ασκώ μια αυτοκριτική. Αν αποδεχτείς ότι απέτυχες, ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτε, ότι βαδίζουμε προς την αγλωσσία, προς την κατάργηση της ελληνικής γλώσσας, αυτά, θα’ λεγα ότι είναι ακραίες εκτιμήσεις. Η ελληνική γλώσσα δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ, εκτός αν χαθούν οι Έλληνες. Επειδή δεν βλέπω ότι θα χαθούμε ως Έλληνες, ευτυχώς δεν θα χαθεί κι η ελληνική γλώσσα.

Πηγή:  tovima.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com